ανάσταση: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 06:53, 29 September 2017
Greek Monolingual
η (Α ἀνάστασις)
έγερση του νεκρού, επάνοδος στη ζωή
νεοελλ.
(ως κύριο όνομα) η εορτή του Πάσχα
αρχ.
1. μετατόπιση, απομάκρυνση
2. ίδρυση, ανέγερση
3. αναστάτωση, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίστημι.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναστάσιμος].