ἀνατροχάζω: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[recorrer]] Ph.Byz.<i>Mir</i>.1.4.
|dgtxt=[[recorrer]] Ph.Byz.<i>Mir</i>.1.4.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνατροχάζω]])<br />(για πυροβόλα) μετακινούμαι [[προς]] τα [[πίσω]] [[κατά]] την [[εκπυρσοκρότηση]], [[οπισθοδρομώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρέχω]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]] («[[τρέχω]]») <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανατροχασμός]]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροχάζω Medium diacritics: ἀνατροχάζω Low diacritics: ανατροχάζω Capitals: ΑΝΑΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: anatrocházō Transliteration B: anatrochazō Transliteration C: anatrochazo Beta Code: a)natroxa/zw

English (LSJ)

   A = ἀνατρέχω, κοχλιοειδῶς Ph.Byz.Mir.1.4.

German (Pape)

[Seite 212] und ἀνατροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροχάζω: τύπος μεταγεν. τοῦ ἀνατρέχω, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.

Spanish (DGE)

recorrer Ph.Byz.Mir.1.4.

Greek Monolingual

ἀνατροχάζω)
(για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ
αρχ.
τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τροχάζωτρέχω») < τροχός.
ΠΑΡ. ανατροχασμός].