ἀνθυπείκω: Difference between revisions
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[ceder a su vez]] c. dat. τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν Plu.<i>Cor</i>.18, cf. D.C.45.8.2<br /><b class="num">•</b>abs. Plu.2.485b, 487b, 488a. | |dgtxt=[[ceder a su vez]] c. dat. τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν Plu.<i>Cor</i>.18, cf. D.C.45.8.2<br /><b class="num">•</b>abs. Plu.2.485b, 487b, 488a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθυπείκω]] (Α) [[υπείκω]]<br />[[υποχωρώ]] με τη [[σειρά]] μου ή [[κάνω]] αμοιβαίες υποχωρήσεις [[έναντι]] κάποιου άλλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
A yield in turn or mutually, τινί Plu.Cor.18, D.C.45.8.
German (Pape)
[Seite 235] gegenseitig nachgeben, Plut. frat. am. 17 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπείκω: μέλλ. -ξω, ὑπείκω ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
céder à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπείκω.
Spanish (DGE)
ceder a su vez c. dat. τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν Plu.Cor.18, cf. D.C.45.8.2
•abs. Plu.2.485b, 487b, 488a.
Greek Monolingual
ἀνθυπείκω (Α) υπείκω
υποχωρώ με τη σειρά μου ή κάνω αμοιβαίες υποχωρήσεις έναντι κάποιου άλλου.