ἀντιβάκχειος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(big3_5) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀντίβακχος Ter.Maur.367<br />métr. [[el antibaqueo]] (<i>sc</i>. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c. | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀντίβακχος Ter.Maur.367<br />métr. [[el antibaqueo]] (<i>sc</i>. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντιβάκχειος]], ο (Α)<br />[[μετρικός]] [[πους]] από δύο μακρές και μία βραχεία [[συλλαβή]], [[αλλιώς]] [[παλιμβάκχειος]] (-υ). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ, the foot - -, Diom.1.513 K., al.: —also ἀντί-βακχος, ὁ, Ter.Maur.1411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβάκχειος: ἢ παλιμβάκχειος, ποὺς --υ, ὡς λείποισθε, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν βακχεῖον υ-- ὡς λιπόντων.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀντίβακχος Ter.Maur.367
métr. el antibaqueo (sc. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c.
Greek Monolingual
ἀντιβάκχειος, ο (Α)
μετρικός πους από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή, αλλιώς παλιμβάκχειος (-υ).