ἀντιστοιχία: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(big3_5)
(5)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. antistoechia</i> Mar.Vict.p.29<br /><b class="num">1</b> [[disposición simétrica]] τῶν ποδῶν Arist.<i>Pr</i>.894<sup>a</sup>19, πραγμάτων Plu.2.474a.<br /><b class="num">2</b> de fonemas [[oposición]] o [[correlación]] seguida en teorías etimológicas ἡ μὲν φιάλη ... κατ' ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη Asclep.Myrl. en Ath.501b, cf. Mar.Vict.l.c.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. antistoechia</i> Mar.Vict.p.29<br /><b class="num">1</b> [[disposición simétrica]] τῶν ποδῶν Arist.<i>Pr</i>.894<sup>a</sup>19, πραγμάτων Plu.2.474a.<br /><b class="num">2</b> de fonemas [[oposición]] o [[correlación]] seguida en teorías etimológicas ἡ μὲν φιάλη ... κατ' ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη Asclep.Myrl. en Ath.501b, cf. Mar.Vict.l.c.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀντιστοιχία]])<br />η συμμετρική [[τοποθέτηση]], το να βρίσκεται [[κάτι]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αναλογία]], η [[σχέση]] ομοιότητας ή συμφωνίας.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστοιχία Medium diacritics: ἀντιστοιχία Low diacritics: αντιστοιχία Capitals: ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ
Transliteration A: antistoichía Transliteration B: antistoichia Transliteration C: antistoichia Beta Code: a)ntistoixi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A standing opposite in pairs, τῶν ποδῶν Arist.Pr.894a19; πραγμάτων Plu.2.474a.    II of letters, correspondence, of the relation of tenuis, media, and aspirate to each other, Ascl.Myrl. ap. Ath.11.501b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστοιχία: ἡ, τὸ ἀντιστοιχεῖν, τὸ ἵστασθαι ἀπέναντι ἄλλου, κατ’ ἀντιστοιχίαν τῶν ποδῶν ἦν ἡ κίνησις Ἀριστ. Προβλ. 10. 30· πραγμάτων ἀντιστοιχίας Πλούτ. 2. 474Β. ΙΙ. ἐπὶ γραμμάτων, ἴδε σύστοιχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): lat. antistoechia Mar.Vict.p.29
1 disposición simétrica τῶν ποδῶν Arist.Pr.894a19, πραγμάτων Plu.2.474a.
2 de fonemas oposición o correlación seguida en teorías etimológicas ἡ μὲν φιάλη ... κατ' ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη Asclep.Myrl. en Ath.501b, cf. Mar.Vict.l.c.

Greek Monolingual

η (Α ἀντιστοιχία)
η συμμετρική τοποθέτηση, το να βρίσκεται κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
νεοελλ.
η αναλογία, η σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας.