ἄοζος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄνοζος]].<br />-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄζος]] Cleitarchus glossographus en Ath.267c<br />[[servidor]] φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ A.<i>A</i>.231, cf. Call.<i>Fr</i>.563, <i>IG</i> 9(1).976 (Corara), Cleitarchus glossographus l.c., Zonar.115.15C.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. ὄζος.
|dgtxt=v. [[ἄνοζος]].<br />-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄζος]] Cleitarchus glossographus en Ath.267c<br />[[servidor]] φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ A.<i>A</i>.231, cf. Call.<i>Fr</i>.563, <i>IG</i> 9(1).976 (Corara), Cleitarchus glossographus l.c., Zonar.115.15C.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. ὄζος.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδός]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄοζος]], -ον (Α)<br />[[άνοζος]], [[χωρίς]] βλαστούς.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοζος Medium diacritics: ἄοζος Low diacritics: άοζος Capitals: ΑΟΖΟΣ
Transliteration A: áozos Transliteration B: aozos Transliteration C: aozos Beta Code: a)/ozos

English (LSJ)

ὁ,

   A = θεράπων, servant, attendant, esp. belonging to a temple, A.Ag.231 (lyr.), cf. Call.Del.249, IG9(1).976 (Corc.). (sṃ-sod-yos, root sed- 'go', Slav. ξηοδῠ, cf. ὁδός.)
ἄοζος, ον,

   A = ἄνοζος, q.v.

German (Pape)

[Seite 271] (vielleicht mit αἰζηός verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; ἄζοι Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch ἄνοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοζος: ὁ, = θεράπων, ὑπηρέτης, ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, μάγιρος, - ὑπηρέτας, - ἄοζος - οἰνοχόος Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ ῥῆμα ἀοσσέω· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = ἀκόλουθος), «ἄοζος, ὑπηρέτης, διάκονος» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
serviteur dans un sacrifice.
Étymologie: p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et ὁδός, litt. « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός.

Spanish (DGE)

v. ἄνοζος.
-ου, ὁ

• Alolema(s): ἄζος Cleitarchus glossographus en Ath.267c
servidor φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ A.A.231, cf. Call.Fr.563, IG 9(1).976 (Corara), Cleitarchus glossographus l.c., Zonar.115.15C.

• Etimología: Cf. ὄζος.

Greek Monolingual

(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].———————— (II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.