ἀποδεκατίζω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(3)
 
(5)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)podekati/zw
|Beta Code=a)podekati/zw
|Definition== sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> δεκάτην <span class="bibl">LXX <span class="title">To.</span>1.7</span>.</span>
|Definition== sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> δεκάτην <span class="bibl">LXX <span class="title">To.</span>1.7</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδεκατίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιφέρω]] [[μεγάλη]] [[καταστροφή]], [[φθορά]] σε πληθυσμό ή [[αγέλη]] ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] το δέκατο ενός είδους, [[εισπράττω]] τη [[δεκάτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεκατίζω]] (μόνο σε [[σύνθεση]], στην αρχ. ελλην.) <span style="color: red;"><</span> [[δέκατος]], -<i>η</i> -<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεκᾰτίζω Medium diacritics: ἀποδεκατίζω Low diacritics: αποδεκατίζω Capitals: ΑΠΟΔΕΚΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apodekatízō Transliteration B: apodekatizō Transliteration C: apodekatizo Beta Code: a)podekati/zw

English (LSJ)

= sq.,

   A δεκάτην LXX To.1.7.

Greek Monolingual

(AM ἀποδεκατίζω)
νεοελλ.
επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώων
αρχ.
παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, -η -ον < δέκα.