ἀρτίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(6)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[υγιής]] και [[αρτιμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτί</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]]. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα [[προς]] τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. <i>αρτιτόκο</i>, <b>βλ. λ.</b> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] [[ακρόβολος]], [[ακροβόλος]], [[πρωτότοκος]], [[πρωτοτόκος]])].
|mltxt=[[ἀρτίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[υγιής]] και [[αρτιμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτί</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]]. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα [[προς]] τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. <i>αρτιτόκο</i>, <b>βλ. λ.</b> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] [[ακρόβολος]], [[ακροβόλος]], [[πρωτότοκος]], [[πρωτοτόκος]])].
}}
{{grml
|mltxt=ἀρτιτόκος, η (Α)<br />αυτή που γέννησε προ ολίγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[αρτίτοκος]])].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίτοκος Medium diacritics: ἀρτίτοκος Low diacritics: αρτίτοκος Capitals: ΑΡΤΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: artítokos Transliteration B: artitokos Transliteration C: artitokos Beta Code: a)rti/tokos

English (LSJ)

ον,

   A new-born, AP6.154 (Leon. or Gaet.), Luc.DDeor.7.1, Them. Or.25.311a; new-laid, ᾠά Aret.CA1.10: metaph., σελήνη Opp.C. 4.123.    II parox. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, ib.3.119, AP7.729 (Tymn.), 9.2 (Tib. Ill.).

German (Pape)

[Seite 362] neugeboren, χίμαρος Leon. Tar. 30 (VI, 154); ἀρτιτόκος, eben erst geboren habend, Tymn. 6 (VII, 729); Tib. III. 1 (IX, 2).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίτοκος: -ον, ὁ ἀρτίως τεχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 154, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 1.· μεταφ., σελήνη Ὀππ. Κ. 4. 123. ΙΙ. ἀρτιτόκος, ον, (παροξυτόνως) ἡ ἀρτίως τεκοῦσα, ὄρνις ἀρτιτόκος Ὀππ. Κ. 3. 119, Ἀνθ. Π. 7. 729., 9, 2: - οὕτω, καὶ ἀρτιτοκοῦσα, μετοχ. τοῦ ἀρτιτοκέω, Γεωπ. 5, 41, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
I 1recién nacido de anim. χίμαρος AP 6.154 (Leon. o Gaetul.), ὄϊς Longus 1.5, cf. Nonn.D.14.154, 17.78
de pers. βρέφος App.BC 4.4, Nonn.D.47.490
de huevos recién puesto Aret.CA 1.10.8
fig. ἀ. σελήνη de la luna en la primera fase del cuarto creciente, Opp.C.4.123
subst. τὸ ἀ. recién nacido Aristid.Quint.113.18, Them.Or.25.311a.
2 de parto inminente ὠδῖνες Pamprepius 3.44.
II subst. τὸ ἀ. criatura perfectamente conformada op. ἔκτρωμα Chrys.M.48.699.

Greek Monolingual

ἀρτίτοκος, -ον (Α)
1. ο νεογέννητος
2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί- + -τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο, βλ. λ. (πρβλ. επίσης ακρόβολος, ακροβόλος, πρωτότοκος, πρωτοτόκος)].

Greek Monolingual

ἀρτιτόκος, η (Α)
αυτή που γέννησε προ ολίγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας < αρτι- + -τοκος < τόκος (βλ. λ. αρτίτοκος)].