ασκάλαφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:58, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀσκάλαφος, ο (Α)
όνομα πουλιού (πιθ. κουκουβάγια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παράλληλος, χωρίς αρχικό φωνήεν τ. κάλαφος οδηγεί στην υπόθεση αποδοχής ενός προθετικού α -στον τ. ασκάλαφος. Όσον αφορά στο επίθημα -φο-ς, που απαντά σε πολλά ονόματα ζώων ή πτηνών (πρβλ. έριφος, έλαφος, κόσσυφος), ανάγεται σε ΙΕ. επίθημα -bho-, που με τη σειρά του είχε προήλθε < ΙΕ. ρίζα bhā- «λάμπω, φέγγω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhāti) είχε σχηματίστηκε από λέξεις με ριζικό -bh].