ἀσφοδελός: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(big3_7)
(6)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[lleno de asfódelos]] λειμών <i>Od</i>.11.539, 573, 24.13, <i>h.Merc</i>.221.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[lugar en que crece el asfódelo]] Herenn.Phil.<i>Sign</i>.29.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[lleno de asfódelos]] λειμών <i>Od</i>.11.539, 573, 24.13, <i>h.Merc</i>.221.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[lugar en que crece el asfódelo]] Herenn.Phil.<i>Sign</i>.29.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ασφοδελός]], ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α [[ἀσφόδελος]])<br />το ποώδες [[φυτό]] [[ασφόδελος]] ο [[μικρόκαρπος]], του οποίου όλα τα φύλλα [[είναι]] διατεταγμένα στη [[βάση]] του βλαστού και τα [[λευκά]] του λουλούδια σχηματίζουν [[τσαμπί]] (οικ. λειριίδαι)<br />Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον [[τόπο]] των [[νεκρών]] [[κατά]] την ελληνική [[μυθολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 382] Asphodelus hervorbringend; ἀσφοδελὸς λειμών, die Asphodelos-Wiese, in der Unterwelt; Hom. dreimal, κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα Versende Od. 11, 539. 573. 24, 13; H. Merc. 221.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
plein d’asphodèles, où croissent les asphodèles.
Étymologie: ἀσφόδελος.

English (Autenrieth)

λειμών, the asphodel meadow, in the nether world, Od. 11.539. (The asphodel is a liliaceous plant, with pale bluish flowers; it was planted about graves in Greece by the ancients as now.) (Od.)

Spanish (DGE)

-όν
1 lleno de asfódelos λειμών Od.11.539, 573, 24.13, h.Merc.221.
2 subst. ὁ ἀ. lugar en que crece el asfódelo Herenn.Phil.Sign.29.

Greek Monolingual

και ασφοδελός, ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α ἀσφόδελος)
το ποώδες φυτό ασφόδελος ο μικρόκαρπος, του οποίου όλα τα φύλλα είναι διατεταγμένα στη βάση του βλαστού και τα λευκά του λουλούδια σχηματίζουν τσαμπί (οικ. λειριίδαι)
Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον τόπο των νεκρών κατά την ελληνική μυθολογία (πρβλ. «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].