ἀφραίνω: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(big3_8) |
(7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desvariar]], [[ser un necio]] σ' ἀφραίνοντα κιχήσομαι <i>Il</i>.2.258, ἀφραίνει ξεῖνος <i>Od</i>.20.360, ἀφραίνων κακίην οὐ δύναται κατέχειν Thgn.322, cf. 693, θεὰς ἀφραίνοντα θεημάχον ἄνδρα δοκεύων Nonn.<i>D</i>.36.355<br /><b class="num">•</b>de una ciu. πόλις ... κατὰ κόσμον οἰκεοῦσα ... κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης Phoc.4.2.<br /><b class="num">2</b> [[ser necio, ignorante]] en sent. fil. ref. al profano, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.166, S.E.<i>M</i>.11.94, Plot.5.8.3. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[desvariar]], [[ser un necio]] σ' ἀφραίνοντα κιχήσομαι <i>Il</i>.2.258, ἀφραίνει ξεῖνος <i>Od</i>.20.360, ἀφραίνων κακίην οὐ δύναται κατέχειν Thgn.322, cf. 693, θεὰς ἀφραίνοντα θεημάχον ἄνδρα δοκεύων Nonn.<i>D</i>.36.355<br /><b class="num">•</b>de una ciu. πόλις ... κατὰ κόσμον οἰκεοῦσα ... κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης Phoc.4.2.<br /><b class="num">2</b> [[ser necio, ignorante]] en sent. fil. ref. al profano, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.166, S.E.<i>M</i>.11.94, Plot.5.8.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀφραίνω]] (Α) [[άφρων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] απερίσκεπτα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
(ἄφρων)
A to be foolish, Il.2.258,7.109, Od.20360, Phoc. 5.—Poet. and Hp.Gland.12; later as a philosophic term, Chrysipp.Stoic.3.166, Plu.2.1037d, S.E.M.11.94, Plot.5.8.3.
German (Pape)
[Seite 414] (entst. ἀφρανιώ, φρήν, ἄφρων), unvernünftig, thöricht sein, Il. 2, 258 Od. 20, 360 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 10. Bei Hippocr. nach Galen. auch ἀφράζω; Hesych. ἀφράσσει, ἀσυνετεῖ
Greek (Liddell-Scott)
ἀφραίνω: (ἄφρων) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, ἀνοηταίνω, Ἰλ. Β. 258., Η. 109, Ὀδ. Υ. 360, Φωκυλ. 5. ― Ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρὰ μεταγ. ὡς φιλοσοφ. ὅρος, Πλούτ. 2. 1037D, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 94· ― ὁ τύπος ἀφράζω μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ὑπὸ Γαληνοῦ, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ ὑπάρχοντι κειμένῳ.
French (Bailly abrégé)
c. ἀφραδέω.
English (Autenrieth)
(φρήν): be senseless, mad, foolish.
Spanish (DGE)
1 desvariar, ser un necio σ' ἀφραίνοντα κιχήσομαι Il.2.258, ἀφραίνει ξεῖνος Od.20.360, ἀφραίνων κακίην οὐ δύναται κατέχειν Thgn.322, cf. 693, θεὰς ἀφραίνοντα θεημάχον ἄνδρα δοκεύων Nonn.D.36.355
•de una ciu. πόλις ... κατὰ κόσμον οἰκεοῦσα ... κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης Phoc.4.2.
2 ser necio, ignorante en sent. fil. ref. al profano, Chrysipp.Stoic.3.166, S.E.M.11.94, Plot.5.8.3.
Greek Monolingual
ἀφραίνω (Α) άφρων
1. είμαι ή γίνομαι ανόητος
2. ενεργώ απερίσκεπτα.