γεωπόνος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(big3_10) |
(8) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γᾱπ- E.<i>Supp</i>.420; γηπ- Them.<i>Or</i>.30.350c, Hld.5.23.2, Cyr.Al.M.70.1237B, Aristaenet.1.10.55, Pamprepius 3.134; γεηπ- Damocr. en Gal.13.40, Agath.2.17.2, Babr.108.14, Gr.Nyss.<i>Ep</i>.10.1, Sch.Nic.<i>Th</i>.5, Vett.Val.2.7; γειοπ- <i>AP</i> 6.41 (Agath.), Nonn.<i>D</i>.21.97, 42.329, Pamprepius 3.115; γηοπ- Dioscorus 5.34<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[rústico]], [[de campo]]como sinón. de [[ἄγροικος]] Agath.l.c., μῦς Babr.l.c.<br /><b class="num">•</b>como epít. de Ares, Pamprepius 3.115.<br /><b class="num">2</b> [[que remueve la tierra]] ἄνεμοι Nonn.<i>D</i>.21.97.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ γ. [[agricultor]], [[que trabaja la tierra]] [[γαπόνος]] δ' ἀνὴρ πένης E.l.c., cf. <i>AP</i> l.c., 7.175 (Antiphil.), 281 (Heraclid.), 9.742 (Phil.), Damocr.l.c., Nonn.<i>D</i>.42.329, Them.l.c., Hld.l.c., Cyr.Al.l.c., Gr.Nyss.l.c., Aristaenet.l.c., Pamprepius 3.134, Dioscorus l.c., <i>IGPA</i> 253 (imper.).<br /><b class="num">2</b> ὁ γ. [[jornalero]] op. γεωργός Ph.1.211.<br /><b class="num">3</b> τὸ γ. [[labores del campo]], [[agricultura]] Gr.Naz.M.36.665B. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γᾱπ- E.<i>Supp</i>.420; γηπ- Them.<i>Or</i>.30.350c, Hld.5.23.2, Cyr.Al.M.70.1237B, Aristaenet.1.10.55, Pamprepius 3.134; γεηπ- Damocr. en Gal.13.40, Agath.2.17.2, Babr.108.14, Gr.Nyss.<i>Ep</i>.10.1, Sch.Nic.<i>Th</i>.5, Vett.Val.2.7; γειοπ- <i>AP</i> 6.41 (Agath.), Nonn.<i>D</i>.21.97, 42.329, Pamprepius 3.115; γηοπ- Dioscorus 5.34<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[rústico]], [[de campo]]como sinón. de [[ἄγροικος]] Agath.l.c., μῦς Babr.l.c.<br /><b class="num">•</b>como epít. de Ares, Pamprepius 3.115.<br /><b class="num">2</b> [[que remueve la tierra]] ἄνεμοι Nonn.<i>D</i>.21.97.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ γ. [[agricultor]], [[que trabaja la tierra]] [[γαπόνος]] δ' ἀνὴρ πένης E.l.c., cf. <i>AP</i> l.c., 7.175 (Antiphil.), 281 (Heraclid.), 9.742 (Phil.), Damocr.l.c., Nonn.<i>D</i>.42.329, Them.l.c., Hld.l.c., Cyr.Al.l.c., Gr.Nyss.l.c., Aristaenet.l.c., Pamprepius 3.134, Dioscorus l.c., <i>IGPA</i> 253 (imper.).<br /><b class="num">2</b> ὁ γ. [[jornalero]] op. γεωργός Ph.1.211.<br /><b class="num">3</b> τὸ γ. [[labores del campo]], [[agricultura]] Gr.Naz.M.36.665B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (AM [[γεωπόνος]], Α και [[γαπόνος]] και γηπόνος, ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[γεωπονία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγρότης]], ο [[καλλιεργητής]] της γης·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πονέω]]. Η αρχαία λ. [[γεωπόνος]] ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό [[περιεχόμενο]], εν προκειμένω με τη [[σημασία]] του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 488] das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
γεωπόνος: ὁ, γεωργός, Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, γεηπόνος. Ὁ Δωρ. τύπος γᾱπόνος ἦτο εὔχρηστος παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui travaille à la terre, cultivateur, agriculteur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γᾱπ- E.Supp.420; γηπ- Them.Or.30.350c, Hld.5.23.2, Cyr.Al.M.70.1237B, Aristaenet.1.10.55, Pamprepius 3.134; γεηπ- Damocr. en Gal.13.40, Agath.2.17.2, Babr.108.14, Gr.Nyss.Ep.10.1, Sch.Nic.Th.5, Vett.Val.2.7; γειοπ- AP 6.41 (Agath.), Nonn.D.21.97, 42.329, Pamprepius 3.115; γηοπ- Dioscorus 5.34
I 1rústico, de campocomo sinón. de ἄγροικος Agath.l.c., μῦς Babr.l.c.
•como epít. de Ares, Pamprepius 3.115.
2 que remueve la tierra ἄνεμοι Nonn.D.21.97.
II subst.
1 ὁ γ. agricultor, que trabaja la tierra γαπόνος δ' ἀνὴρ πένης E.l.c., cf. AP l.c., 7.175 (Antiphil.), 281 (Heraclid.), 9.742 (Phil.), Damocr.l.c., Nonn.D.42.329, Them.l.c., Hld.l.c., Cyr.Al.l.c., Gr.Nyss.l.c., Aristaenet.l.c., Pamprepius 3.134, Dioscorus l.c., IGPA 253 (imper.).
2 ὁ γ. jornalero op. γεωργός Ph.1.211.
3 τὸ γ. labores del campo, agricultura Gr.Naz.M.36.665B.
Greek Monolingual
ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο)
νεοελλ.
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία
αρχ.-μσν.
ο αγρότης, ο καλλιεργητής της γης·
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό περιεχόμενο, εν προκειμένω με τη σημασία του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης].