γλάμων: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ωνος, ὁ<br />[[pitañoso]], [[legañoso]] epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.<i>Ra</i>.588, <i>Ec</i>.254, Eup.9, Lys.14.25.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. lituan. <i>glêmės</i> ‘mucosidad’, alb. <i>ngl’omë</i> ‘húmedo’. | |dgtxt=-ωνος, ὁ<br />[[pitañoso]], [[legañoso]] epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.<i>Ra</i>.588, <i>Ec</i>.254, Eup.9, Lys.14.25.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. lituan. <i>glêmės</i> ‘mucosidad’, alb. <i>ngl’omë</i> ‘húmedo’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γλάμων]], -ον (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλάμων]] ([[καθώς]] και οι παράλληλοί του [[γλαμυρός]] και [[γλαμώδης]]) προήλθε από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γλάμος</i><br />[[μύξα]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[στράβων]], [[τρήρων]] <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. <i>gl</i><i>ē</i><i>mės</i>, <i>gleimės</i> «[[βλέννα]], [[φλέμα]]», αγγλ. <i>clemmy</i> «[[κολλώδης]]», αλβ. <i>ngl’οme</i> «[[υγρός]]». Το λατ. <i>glamae</i> «[[τσίμπλα]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = γλᾰμυρός, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.
Greek (Liddell-Scott)
γλάμων: -ον, = γλᾰμυρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 588, Ἐκκλ. 254, Εὔπολ. Αἰξὶ 14, Λυσίας 142. 4.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
chassieux.
Étymologie: DELG t. pop. d’étym. incert.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
pitañoso, legañoso epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.
• Etimología: Quizá rel. lituan. glêmės ‘mucosidad’, alb. ngl’omë ‘húmedo’.
Greek Monolingual
γλάμων, -ον (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός και γλαμώδης) προήλθε από τη γλώσσα του Ησύχ. «γλάμος
μύξα», κατά τα επίθετα σε -ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. glēmės, gleimės «βλέννα, φλέμα», αγγλ. clemmy «κολλώδης», αλβ. ngl’οme «υγρός». Το λατ. glamae «τσίμπλα» είναι πιθ. δάνειο από την Ελληνική].