γράστις: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[κράστις]]. | |dgtxt=v. [[κράστις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γράστις]], η (Μ)<br />το [[γρασίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γρασ</i>-, [[γράω]] «[[καταβροχθίζω]], [[καταπίνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (γράω)
A grass, green fodder, PPetr.2p.113 (corr. in 3p.333) (iii B. C.), etc.; γ. πυρίνη, κριθίνη, Hippiatr.68,98, cf. Eust.633.47, Hsch.:—also γράσσις, PHamb.39 ii (ii A. D.); cf. κράστις.
German (Pape)
[Seite 505] εως, ἡ, auch γράτις, Gras, grünes Futter, VLL., att. κράστις, auch κράτις, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
γράστις: -εως, ἡ (γράω) «γρασίδι», χλωρὸς χόρτος, Εὐστ. 633. 47· ὡσαύτως κράστις ἢ κράτις, ἴδε Μοῖρ. σ. 211, καὶ τοὺς ἐρμηνευτ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
herbe, fourrage vert.
Étymologie: γράω ; cf. lat. gramen.
Spanish (DGE)
v. κράστις.
Greek Monolingual
γράστις, η (Μ)
το γρασίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γρασ-, γράω «καταβροχθίζω, καταπίνω»].