διαθλώ: Difference between revisions
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(9) |
(No difference)
|
Revision as of 07:03, 29 September 2017
Greek Monolingual
(I)
(Α διαθλῶ, -άω) θλώ
1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο
2. κατασυντρίβω
3. διαπερνώ, διασχίζω
4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας
5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω
αρχ.
θρυμματίζω.———————— (II)
(Α διαθλῶ, -έω) αθλώ
1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα
2. αγωνίζομαι ακατάπαυστα μέχρι τέλους.