διαισθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[percibir claramente]], [[distinguir]], [[discernir]] μίαν ἰδέαν Pl.<i>Sph</i>.253d, τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατά Pl.<i>R</i>.360e, τῶν στοιχείων ἕκαστον Pl.<i>Plt</i>.277e, cf. <i>Ti</i>.87c, τὰς διαφοράς Arist.<i>GA</i> 780<sup>b</sup>17, cf. Plu.2.562b, τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλων Arist.<i>Diu.Som</i>.464<sup>b</sup>13, ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετο Philostr.<i>Her</i>.24.20<br /><b class="num">•</b>abs. διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι por la insuficiencia de sus percepciones</i> Pl.<i>Phdr</i>.250b.
|dgtxt=[[percibir claramente]], [[distinguir]], [[discernir]] μίαν ἰδέαν Pl.<i>Sph</i>.253d, τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατά Pl.<i>R</i>.360e, τῶν στοιχείων ἕκαστον Pl.<i>Plt</i>.277e, cf. <i>Ti</i>.87c, τὰς διαφοράς Arist.<i>GA</i> 780<sup>b</sup>17, cf. Plu.2.562b, τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλων Arist.<i>Diu.Som</i>.464<sup>b</sup>13, ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετο Philostr.<i>Her</i>.24.20<br /><b class="num">•</b>abs. διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι por la insuficiencia de sus percepciones</i> Pl.<i>Phdr</i>.250b.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[διαισθάνομαι]])<br />[[προβλέπω]], [[εννοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] με το [[υποσυνείδητο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατανοώ]], [[καταλαβαίνω]] πολύ καλά.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαισθάνομαι Medium diacritics: διαισθάνομαι Low diacritics: διαισθάνομαι Capitals: ΔΙΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: diaisthánomai Transliteration B: diaisthanomai Transliteration C: diaisthanomai Beta Code: diaisqa/nomai

English (LSJ)

   A perceive distinctly, distinguish, τι Pl.Sph.253d; τὰς διαφοράς Arist.GA780b17, al.; διάστημα Aristox.Harm.p.14 M.: abs., Pl.Phdr.250b.

German (Pape)

[Seite 580] (s. αἰσθάνομαι), deutlich wahrnehmen, unterscheiden, Plat. Soph. 253 d, ἱκανῶς, u. öfter; τὰς διαφορὰς τῶν ὁρωμένων Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαισθάνομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, καταλαμβάνω, διακρίνω ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διῃσθόμην, etc.
percevoir distinctement, acc..
Étymologie: διά, αἰσθάνομαι.

Spanish (DGE)

percibir claramente, distinguir, discernir μίαν ἰδέαν Pl.Sph.253d, τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατά Pl.R.360e, τῶν στοιχείων ἕκαστον Pl.Plt.277e, cf. Ti.87c, τὰς διαφοράς Arist.GA 780b17, cf. Plu.2.562b, τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλων Arist.Diu.Som.464b13, ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετο Philostr.Her.24.20
abs. διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι por la insuficiencia de sus percepciones Pl.Phdr.250b.

Greek Monolingual

(AM διαισθάνομαι)
προβλέπω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι με το υποσυνείδητο
αρχ.
κατανοώ, καταλαβαίνω πολύ καλά.