διάδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que corre]] διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera</i> A.<i>Th</i>.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares</i> E.<i>Ba</i>.592<br /><b class="num">•</b>fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.<i>El</i>.1156.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[pasillo]] ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.<i>Hipp</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[paso]] marítimo entre islas, D.S.3.38.<br /><b class="num">3</b> [[cerrojo]], [[pestillo]] Eust.1900.59.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que corre]] διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera</i> A.<i>Th</i>.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares</i> E.<i>Ba</i>.592<br /><b class="num">•</b>fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.<i>El</i>.1156.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[pasillo]] ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.<i>Hipp</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[paso]] marítimo entre islas, D.S.3.38.<br /><b class="num">3</b> [[cerrojo]], [[pestillo]] Eust.1900.59.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διάδρομος]], Α και [[διάδρομος]], -ον)<br /><b>1.</b> η [[δίοδος]], το [[πέρασμα]]<br /><b>2.</b> [[επιμήκης]] [[χώρος]] μέσω του οποίου συγκοινωνούν [[μεταξύ]] τους και με την [[έξοδο]] τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο<br /><b>3.</b> [[χώρος]] [[επιμήκης]] για την [[επικοινωνία]] τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο περιπλανώμενος<br />β) ο [[παράνομος]]<br />γ) ο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[διαδρομή]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδρομος Medium diacritics: διάδρομος Low diacritics: διάδρομος Capitals: ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: diádromos Transliteration B: diadromos Transliteration C: diadromos Beta Code: dia/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running through or about, wandering, φυγαί A.Th.191; λέχος δ. stray, lawless love, E.El.1156(lyr.); ἔμβολα κίοσι δ. the architrave reeling, ready to fall, Id.Ba.592 (lyr.).    II Subst. διάδρομος, ὁ, = διαδρομή 11, Luc. Hipp.6.

Greek (Liddell-Scott)

διάδρομος: -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ πέριξ, ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· λέχος δ., παράνομος κλίνη, Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάδρομος, ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
passage.
Étymologie: διαδραμεῖν.
2ος, ον :
1 qui court dans tous les sens;
2 qui se disjoint ; disjoint, désuni, fig. qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).
Étymologie: διαδραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
I que corre διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera A.Th.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares E.Ba.592
fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.El.1156.
II subst. ὁ δ.
1 pasillo ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.Hipp.6.
2 paso marítimo entre islas, D.S.3.38.
3 cerrojo, pestillo Eust.1900.59.

Greek Monolingual

ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, -ον)
1. η δίοδος, το πέρασμα
2. επιμήκης χώρος μέσω του οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο
3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)
αρχ.
1. ως επίθ. α) ο περιπλανώμενος
β) ο παράνομος
γ) ο χαλαρός
2. το αρσ. ως ουσ. η διαδρομή.