διαφωνώ: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(9)
(No difference)

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΝ)
1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω
2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ
αρχ.
1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» — υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.)
2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς»
Αγαθαρχίδης στη Βιβλιοθήκη του Φωτίου)
3. παθ. διαμφισβητούμαι, διαφιλονικούμαι
4. (για υποσχέσεις) παραμένω ανεκπλήρωτος
5. (για πράγματα) καταστρέφομαι
6. αρπάζω, ληστεύω.