ἐκφράζω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. red. ἐκπέφραδεν A.R.4.1125 (tm.)]<br /><b class="num">1</b> [[exponer]], [[explicar]] ἐκ πᾶσαν πέφραδεν ἀγγελίην A.R.l.c., cf. Ath.Al.<i>Ar</i>.4.33, <i>PMasp</i>.295.3.31 (VI d.C.), c. interr. indir. ἐκφραζόντων ἡμῶν ἡλίκα καὶ πόσα ... περιέστηκε <κακὰ> τὰς πόλεις Syrian.<i>in Hermog</i>.2.84.17<br /><b class="num">•</b>[[describir]] τὰς οὖκ αἰσχρὰς (ἡδονὰς) [[ἁπλῶς]] Hermog.<i>Id</i>.2.4 (p.331), cf. Plu.2.967d, οὐκ οἶδα ... πῶς ἐκφράσω τὸ φῶς (τῆς σάλπιγγος) Hsch.H.<i>Hom</i>.4.1.4<br /><b class="num">•</b>ret. [[describir literariamente]] ref. a una técnica específica τὰ πράγματα Hermog.<i>Prog</i>.10, cf. Men.Rh.373, en v. pas. πολλὰ ... ἐκπέφρασται παρὰ τοῖς παλαιοῖς Theo <i>Prog</i>.68.7<br /><b class="num">•</b>abs. [[διδάσκαλος]] τοῦ ἐκφράζειν Eust.1567.9<br /><b class="num">•</b>[[describir con estilo elevado]] τὸ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.<i>Eloc</i>.165.<br /><b class="num">2</b> ref. al lenguaje [[pronunciar]], [[interpretar]] μιμικὸν ἱ<λ>αρὸν λόγον <i>ITheor.Samothr</i>.29.7 (II/I a.C.?)<br /><b class="num">•</b>[[expresar]], [[designar]] c. ac. y dat. instrum. δύναμιν ... τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. red. ἐκπέφραδεν A.R.4.1125 (tm.)]<br /><b class="num">1</b> [[exponer]], [[explicar]] ἐκ πᾶσαν πέφραδεν ἀγγελίην A.R.l.c., cf. Ath.Al.<i>Ar</i>.4.33, <i>PMasp</i>.295.3.31 (VI d.C.), c. interr. indir. ἐκφραζόντων ἡμῶν ἡλίκα καὶ πόσα ... περιέστηκε <κακὰ> τὰς πόλεις Syrian.<i>in Hermog</i>.2.84.17<br /><b class="num">•</b>[[describir]] τὰς οὖκ αἰσχρὰς (ἡδονὰς) [[ἁπλῶς]] Hermog.<i>Id</i>.2.4 (p.331), cf. Plu.2.967d, οὐκ οἶδα ... πῶς ἐκφράσω τὸ φῶς (τῆς σάλπιγγος) Hsch.H.<i>Hom</i>.4.1.4<br /><b class="num">•</b>ret. [[describir literariamente]] ref. a una técnica específica τὰ πράγματα Hermog.<i>Prog</i>.10, cf. Men.Rh.373, en v. pas. πολλὰ ... ἐκπέφρασται παρὰ τοῖς παλαιοῖς Theo <i>Prog</i>.68.7<br /><b class="num">•</b>abs. [[διδάσκαλος]] τοῦ ἐκφράζειν Eust.1567.9<br /><b class="num">•</b>[[describir con estilo elevado]] τὸ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.<i>Eloc</i>.165.<br /><b class="num">2</b> ref. al lenguaje [[pronunciar]], [[interpretar]] μιμικὸν ἱ<λ>αρὸν λόγον <i>ITheor.Samothr</i>.29.7 (II/I a.C.?)<br /><b class="num">•</b>[[expresar]], [[designar]] c. ac. y dat. instrum. δύναμιν ... τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκφράζω]])<br />[[φανερώνω]] τις σκέψεις μου με [[λόγια]], [[διατυπώνω]], [[εκδηλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> [[εξωτερικεύω]] την ψυχική μου [[κατάσταση]] («εκφράζεται με τα χέρια»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[περιγράφω]], [[εικονίζω]], [[διαγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφαίνω]], [[υποδεικνύω]]<br /><b>2.</b> [[εξηγώ]] με κομψές εκφράσεις («τὸ δὲ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι και καλλωπίζειν πίθηκον»).
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφράζω Medium diacritics: ἐκφράζω Low diacritics: εκφράζω Capitals: ΕΚΦΡΑΖΩ
Transliteration A: ekphrázō Transliteration B: ekphrazō Transliteration C: ekfrazo Beta Code: e)kfra/zw

English (LSJ)

   A tell over, recount, A.Pr.950, dub. l. in E.HF1119; denote, δύναμιν τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a.    II describe, Hermog. Prog.10, Id.2.4, Men.Rh.p.373 S.:—Pass., TheonProg.2.    2 express ornately, τὸ ἐ. τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.

German (Pape)

[Seite 786] genau erzählen, beschreiben; αὔθ' ἕκαστα Aesch. Prom. 952; Eur. Herc. Fur. 1119; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφράζω: ἐκθέτω ἀκριβῶς, διηγοῦμαι λεπτομερῶς, περιγράφω, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119˙ δηλῶ, ἐκφαίνω, τινὰ ὀνόματί τινι Πλούτ. 2. 24Α.

French (Bailly abrégé)

1 expliquer tout au long, exposer en détail;
2 désigner.
Étymologie: ἐκ, φράζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. red. ἐκπέφραδεν A.R.4.1125 (tm.)]
1 exponer, explicar ἐκ πᾶσαν πέφραδεν ἀγγελίην A.R.l.c., cf. Ath.Al.Ar.4.33, PMasp.295.3.31 (VI d.C.), c. interr. indir. ἐκφραζόντων ἡμῶν ἡλίκα καὶ πόσα ... περιέστηκε <κακὰ> τὰς πόλεις Syrian.in Hermog.2.84.17
describir τὰς οὖκ αἰσχρὰς (ἡδονὰς) ἁπλῶς Hermog.Id.2.4 (p.331), cf. Plu.2.967d, οὐκ οἶδα ... πῶς ἐκφράσω τὸ φῶς (τῆς σάλπιγγος) Hsch.H.Hom.4.1.4
ret. describir literariamente ref. a una técnica específica τὰ πράγματα Hermog.Prog.10, cf. Men.Rh.373, en v. pas. πολλὰ ... ἐκπέφρασται παρὰ τοῖς παλαιοῖς Theo Prog.68.7
abs. διδάσκαλος τοῦ ἐκφράζειν Eust.1567.9
describir con estilo elevado τὸ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.
2 ref. al lenguaje pronunciar, interpretar μιμικὸν ἱ<λ>αρὸν λόγον ITheor.Samothr.29.7 (II/I a.C.?)
expresar, designar c. ac. y dat. instrum. δύναμιν ... τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a.

Greek Monolingual

(AM ἐκφράζω)
φανερώνω τις σκέψεις μου με λόγια, διατυπώνω, εκδηλώνω
νεοελλ.
παθ. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση («εκφράζεται με τα χέρια»)
αρχ.-μσν.
περιγράφω, εικονίζω, διαγράφω
αρχ.
1. εμφαίνω, υποδεικνύω
2. εξηγώ με κομψές εκφράσεις («τὸ δὲ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι και καλλωπίζειν πίθηκον»).