ελευθερώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(11)
(No difference)

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Greek Monolingual

και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, -όω
Μ και ἐλευθερώνω)
1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν»)
2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο την ελευθερία του
3. απολυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον απ' ό,τι τον καταπιέζει ή τον βασανίζει (από χρέη, ασθένεια, αμαρτίες κ.λπ.)
4. αποφυλακίζω
5. καθιστώ ελεύθερο ένα χώρο, τον απαλλάσσω από εμπόδια ή τον αδειάζω («ελευθέρωσα την αίθουσα, τον διάδρομο, την είσοδο κ.λπ.», «τὸν ἔσπλουν ἐλευθερώσας»)
νεοελλ.
ελευθερώνομαι (για έγκυο) γεννώ
αρχ.
1. αθωώνω
2. ἐλευθεροῡμαι
δεν έχω πια ηθικούς φραγμούς, παραδίνομαι στην ακολασία.