ἐμπυριβήτης: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(big3_14) |
(11) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ [[que se pone sobre el fuego]] μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην <i>Il</i>.23.702, cf. plu. Semus 16<br /><b class="num">•</b>epít. del adivino Euclo, Hsch. | |dgtxt=(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ [[que se pone sobre el fuego]] μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην <i>Il</i>.23.702, cf. plu. Semus 16<br /><b class="num">•</b>epít. del adivino Euclo, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπυριβήτης]], ο (Α) [[εν</i>, <i>πυρ</i>, [[βαίνω]]<br />[[τρίποδας]] που τοποθετείται [[πάνω]] στη [[φωτιά]], κν. [[σιδεροστιά]], [[πυροστιά]] («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω)
A made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.
German (Pape)
[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui va sur le feu.
Étymologie: ἐν, πῦρ, βαίνω.
English (Autenrieth)
(πῦρ, βαίνω): standing over the fire; τρίπος, Il. 23.702†.
Spanish (DGE)
(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ que se pone sobre el fuego μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702, cf. plu. Semus 16
•epít. del adivino Euclo, Hsch.
{{grml
|mltxt=ἐμπυριβήτης, ο (Α) [[εν, πυρ, βαίνω
τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.).
}}