ἐνοχή: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> jur. [[obligación]], [[responsabilidad]] legal en contratos o transacciones, como trad. de lat. <i>obligatio</i> τῆς ἐν[ο] χῆς τοῦ χειρισμοῦ τῶν πραγμάτων ... ἐλευθερωθήσει quedarás libre de la obligación de un inventario de la propiedad</i>, <i>POxy</i>.3627.9 (IV d.C.?), cf. <i>SB</i> 7033.65 (V d.C.), <i>PMasp</i>.131re.3 (VI d.C.), unido a [[ἀγωγή]] ‘acción legal’ διὰ Μηνᾶ ... προσπορίζοντος τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ ... τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν por mediación de Menas que asume para su dueño la acción y responsabilidad</i> de la transacción <i>POxy</i>.133.7, cf. 2478.7 (ambos VI d.C.), Iust.<i>Const</i>.δέδωκεν 7e<br /><b class="num">•</b>en cont. no jur. [[responsabilidad]] ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων λυτρωθῆναι Rom.Mel.35.proem.5.<br /><b class="num">2</b> dud., quizá [[culpa relig. expiada mediante la erección de una estela]] o [[pena]], [[castigo consistente en dicha erección]] Διονύσις τὴν ἐνοχὴν ἀνέθηκα <i>Hell</i>.10.14 (Hierápolis), v. [[ἐνέχω]] B Iv.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> jur. [[obligación]], [[responsabilidad]] legal en contratos o transacciones, como trad. de lat. <i>obligatio</i> τῆς ἐν[ο] χῆς τοῦ χειρισμοῦ τῶν πραγμάτων ... ἐλευθερωθήσει quedarás libre de la obligación de un inventario de la propiedad</i>, <i>POxy</i>.3627.9 (IV d.C.?), cf. <i>SB</i> 7033.65 (V d.C.), <i>PMasp</i>.131re.3 (VI d.C.), unido a [[ἀγωγή]] ‘acción legal’ διὰ Μηνᾶ ... προσπορίζοντος τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ ... τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν por mediación de Menas que asume para su dueño la acción y responsabilidad</i> de la transacción <i>POxy</i>.133.7, cf. 2478.7 (ambos VI d.C.), Iust.<i>Const</i>.δέδωκεν 7e<br /><b class="num">•</b>en cont. no jur. [[responsabilidad]] ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων λυτρωθῆναι Rom.Mel.35.proem.5.<br /><b class="num">2</b> dud., quizá [[culpa relig. expiada mediante la erección de una estela]] o [[pena]], [[castigo consistente en dicha erección]] Διονύσις τὴν ἐνοχὴν ἀνέθηκα <i>Hell</i>.10.14 (Hierápolis), v. [[ἐνέχω]] B Iv.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[ἐνοχή]]) [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[υπαιτιότητα]], [[ευθύνη]] για αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>2.</b> [[παράπτωμα]], [[σφάλμα]]<br /><b>3.</b> [[ανάληψη]] ευθύνης που απορρέει από κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αστ. δίκ.) η [[σχέση]] εξαιτίας της οποίας υποχρεώνεται [[κάποιος]] «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται [[μεταξύ]] δανειστή και οφειλέτη.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοχή Medium diacritics: ἐνοχή Low diacritics: ενοχή Capitals: ΕΝΟΧΗ
Transliteration A: enochḗ Transliteration B: enochē Transliteration C: enochi Beta Code: e)noxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A liability, obligation, PIand.48.11 (vi A. D.), etc.; ἀγωγὴ καὶ ἐ. conduct and responsibility of a transaction, POxy.133.7 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, das Gehalten-, Verbundensein, die Verbindlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοχή: ἡ, τὸ ἐνέχεσθαι, μεταγεν. λέξις, ἴδε Δουκάγγ.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 jur. obligación, responsabilidad legal en contratos o transacciones, como trad. de lat. obligatio τῆς ἐν[ο] χῆς τοῦ χειρισμοῦ τῶν πραγμάτων ... ἐλευθερωθήσει quedarás libre de la obligación de un inventario de la propiedad, POxy.3627.9 (IV d.C.?), cf. SB 7033.65 (V d.C.), PMasp.131re.3 (VI d.C.), unido a ἀγωγή ‘acción legal’ διὰ Μηνᾶ ... προσπορίζοντος τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ ... τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν por mediación de Menas que asume para su dueño la acción y responsabilidad de la transacción POxy.133.7, cf. 2478.7 (ambos VI d.C.), Iust.Const.δέδωκεν 7e
en cont. no jur. responsabilidad ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων λυτρωθῆναι Rom.Mel.35.proem.5.
2 dud., quizá culpa relig. expiada mediante la erección de una estela o pena, castigo consistente en dicha erección Διονύσις τὴν ἐνοχὴν ἀνέθηκα Hell.10.14 (Hierápolis), v. ἐνέχω B Iv.

Greek Monolingual

η (Μ ἐνοχή) ενέχω
1. υπαιτιότητα, ευθύνη για αξιόποινη πράξη
2. παράπτωμα, σφάλμα
3. ανάληψη ευθύνης που απορρέει από κάποιο αξίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) η σχέση εξαιτίας της οποίας υποχρεώνεται κάποιος «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.