ἐξαλαπάζω: Difference between revisions
ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues
(big3_15) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἐξᾰλᾰπάζω) <b class="num">1</b> [[devastar]], [[saquear]], [[destruir]] πόλιν <i>Il</i>.1.129, 4.40, Hes.<i>Op</i>.189, X.<i>An</i>.7.1.29, νῆας <i>Il</i>.13.813, τεῖχος <i>Il</i>.20.30, νειὸν Δημήτερος Marc.Sid. en <i>IUrb.Rom</i>.1155.96, Ἑλλήνων τεμένη <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.1191.2 (Corcira V d.C.), en v. pas. ὅταν πόλις ἐξαλαπαχθῇ <i>Orac.Sib</i>.14.306<br /><b class="num">•</b>fig. [[ἀλλά]] μέ τις ... νόσος ἐξαλάπαξεν un mal me dejó destrozada</i> Theoc.2.85 (cód.).<br /><b class="num">2</b> [[despoblar]], [[vaciar de personas]] μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας αἳ περιναιετάουσιν para ocuparla con nuevos colonos <i>Od</i>.4.176. | |dgtxt=(ἐξᾰλᾰπάζω) <b class="num">1</b> [[devastar]], [[saquear]], [[destruir]] πόλιν <i>Il</i>.1.129, 4.40, Hes.<i>Op</i>.189, X.<i>An</i>.7.1.29, νῆας <i>Il</i>.13.813, τεῖχος <i>Il</i>.20.30, νειὸν Δημήτερος Marc.Sid. en <i>IUrb.Rom</i>.1155.96, Ἑλλήνων τεμένη <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.1191.2 (Corcira V d.C.), en v. pas. ὅταν πόλις ἐξαλαπαχθῇ <i>Orac.Sib</i>.14.306<br /><b class="num">•</b>fig. [[ἀλλά]] μέ τις ... νόσος ἐξαλάπαξεν un mal me dejó destrozada</i> Theoc.2.85 (cód.).<br /><b class="num">2</b> [[despoblar]], [[vaciar de personas]] μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας αἳ περιναιετάουσιν para ocuparla con nuevos colonos <i>Od</i>.4.176. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξαλαπάζω]] (Α) [[αλαπάζω]]<br /><b>1.</b> [[λεηλατώ]], [[ερημώνω]] («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ἐξαλαπάξειν νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκκενώνω]] μια [[πόλη]] για να εγκαταστήσω σ' αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) [[εξαντλώ]] («[[ἀλλά]] με... [[νόσος]] ἐξαλάπαξε», <b>Θεόκρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
A sack, storm, πόλιν Il.4.40, 1.129, etc.; also, empty a city of its inhabitants, clear it out, so as to plant new settlers in it, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Od.4.176: generally, destroy utterly, νῆας, τεῖχος, Il.13.813, 20.30: metaph., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξεν Theoc. 2.85.—Ep. word, used by X.An.7.1.29.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλαπάζω), gänzlich ausleeren, πόλιν, die Stadt von ihren Bewohnern leer machen, um andere einziehen zu lassen, Od. 4, 176; gew. plündern, verwüsten, Τροίην, Il. 1, 128, τεῖχος, νῆας, Il. 13, 813. 20, 30, wie Hes. O. 187; auch Xen. An. 7, 1, 29; ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Theocr. 2, 85, erschöpfte mich.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλᾰπάζω: μέλλ. -ξω, ἐκπορθέω, κυριεύω, πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― ὡσαύτως, κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, μεθίστημι τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· καθόλου, καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, τεῖχος Υ. 30· μεταφ., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαλαπάξω, part. ao. ἐξαλαπάξας, pf. inus.
1 dépeupler;
2 piller ; détruire : τεῖχος, νῆας IL un rempart, des vaisseaux.
Étymologie: ἐξ, ἀλαπάζω.
English (Autenrieth)
fut. -ξω, aor. ἐξαλάπαξα: empty entirely, sack, utterly destroy; usually of cities, once of ships, Il. 13.813.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλᾰπάζω) 1 devastar, saquear, destruir πόλιν Il.1.129, 4.40, Hes.Op.189, X.An.7.1.29, νῆας Il.13.813, τεῖχος Il.20.30, νειὸν Δημήτερος Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.96, Ἑλλήνων τεμένη IG 92.1191.2 (Corcira V d.C.), en v. pas. ὅταν πόλις ἐξαλαπαχθῇ Orac.Sib.14.306
•fig. ἀλλά μέ τις ... νόσος ἐξαλάπαξεν un mal me dejó destrozada Theoc.2.85 (cód.).
2 despoblar, vaciar de personas μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας αἳ περιναιετάουσιν para ocuparla con nuevos colonos Od.4.176.
Greek Monolingual
ἐξαλαπάζω (Α) αλαπάζω
1. λεηλατώ, ερημώνω («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», Ομ. Ιλ.)
2. καταστρέφω, αφανίζω («ἐξαλαπάξειν νῆας», Ομ. Ιλ.)
3. εκκενώνω μια πόλη για να εγκαταστήσω σ' αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», Ομ. Οδ.)
4. (για αρρώστια) εξαντλώ («ἀλλά με... νόσος ἐξαλάπαξε», Θεόκρ.).