ἐπίλαμπρος: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_16) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίλαμπρος''': -ον, [[λαμπρός]], [[ἔνδοξος]], καὶ οἷς ἐστιν ὁ [[βίος]] [[ἐπίλαμπρος]] Ἀρτεμίδ. 3. 61. | |lstext='''ἐπίλαμπρος''': -ον, [[λαμπρός]], [[ἔνδοξος]], καὶ οἷς ἐστιν ὁ [[βίος]] [[ἐπίλαμπρος]] Ἀρτεμίδ. 3. 61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />ορθόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών βλαττιδών.———————— <b>(II)</b><br />[[ἐπίλαμπρος]], -ον (Α)<br />[[λαμπρότατος]], [[ένδοξος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A brilliant, illustrious, Artem.3.61, Sch.Arat.156.
German (Pape)
[Seite 956] glänzend, Artemid. 3, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλαμπρος: -ον, λαμπρός, ἔνδοξος, καὶ οἷς ἐστιν ὁ βίος ἐπίλαμπρος Ἀρτεμίδ. 3. 61.
Greek Monolingual
(I)
ο
ορθόπτερο έντομο της οικογένειας τών βλαττιδών.———————— (II)
ἐπίλαμπρος, -ον (Α)
λαμπρότατος, ένδοξος.