Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑρμαφρόδιτος: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
(c2)
 
(14)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern, Luc. u. a. Sp. Vgl. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern, Luc. u. a. Sp. Vgl. nom. pr.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑρμαφρόδιτος]], ό και [[ἑρμαφρόδιτος]], -ον)<br />το [[άτομο]] στο οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και τών δύο φύλων (κν. [[αρσενικοθήλυκος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο [[αμφίρροπος]], ο [[ακαθόριστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[Ἑρμαφρόδιτος]]<br />[[γιος]] του Ερμή και της Αφροδίτης που είχε αρσενικά και θηλυκά διακριτικά γνωρίσματα σε πλήρη ή σε ατροφική και υποτυπώδη [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑρμαφρόδιτον [[πάθος]]» — ο [[ερμαφροδιτισμός]]<br /><b>3.</b> [[άγαλμα]] με [[διπλή]] [[κεφαλή]], Ερμή και Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>Ερμαφρόδιτος</i>, μυθολογικό [[πρόσωπο]], [[γιος]] του Ερμή και της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και τών δύο φύλων.
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1032] ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern, Luc. u. a. Sp. Vgl. nom. pr.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑρμαφρόδιτος, ό και ἑρμαφρόδιτος, -ον)
το άτομο στο οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και τών δύο φύλων (κν. αρσενικοθήλυκος)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο αμφίρροπος, ο ακαθόριστος
αρχ.
1. Ἑρμαφρόδιτος
γιος του Ερμή και της Αφροδίτης που είχε αρσενικά και θηλυκά διακριτικά γνωρίσματα σε πλήρη ή σε ατροφική και υποτυπώδη κατάσταση
2. φρ. «ἑρμαφρόδιτον πάθος» — ο ερμαφροδιτισμός
3. άγαλμα με διπλή κεφαλή, Ερμή και Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Ερμαφρόδιτος, μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ερμή και της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και τών δύο φύλων.