Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑρμαφρόδιτος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

German (Pape)

[Seite 1032] ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern, Luc. u. a. Sp. Vgl. nom. pr.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑρμαφρόδιτος, ό και ἑρμαφρόδιτος, -ον)
το άτομο στο οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και τών δύο φύλων (κν. αρσενικοθήλυκος)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο αμφίρροπος, ο ακαθόριστος
αρχ.
1. Ἑρμαφρόδιτος
γιος του Ερμή και της Αφροδίτης που είχε αρσενικά και θηλυκά διακριτικά γνωρίσματα σε πλήρη ή σε ατροφική και υποτυπώδη κατάσταση
2. φρ. «ἑρμαφρόδιτον πάθος» — ο ερμαφροδιτισμός
3. άγαλμα με διπλή κεφαλή, Ερμή και Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Ερμαφρόδιτος, μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ερμή και της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και τών δύο φύλων.

Mantoulidis Etymological

(=ἄνθρωπος πού παίρνει μέρος καί στό ἀντρικό καί στό γυναικεῖο φύλο). Ἀπό τόν Ἑρμαφρόδιτο, γιό τοῦ Ἑρμῆ καί τῆς Ἀφροδίτης.