εὐαής: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />au souffle favorable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄημι]]. | |btext=ής, ές :<br />au souffle favorable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευάερος]], [[δροσερός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο [[ούριος]]<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]], [[ευμενής]], [[ωφέλιμος]], [[ευχάριστος]] (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άημι]] «[[φυσώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αής</i>. Το μακρό <i>ᾱ</i> οφείλεται ή σε [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ἄημι)
A well ventilated, fresh, airy, χώρῳ ἐν εὐαεῖ Hes.Op. 599 (εὐᾰέϊ codd., Rzach). II Act., of a wind, favourably blowing, fair, opp. δυσαής, Hdt.2.117, E.Hel.1504 (lyr.); ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις prob. in E.Fr.773.36 (lyr.): metaph., favourable, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις [with ᾰ] S.Ph.828 (lyr., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1055] ές, gut durchweht, χῶρος Hes. O. 599; – günstig wehend, ἀνέμων πνοαί Eur. Hel. 1020; πνεῦμα Her. 2, 117; übertr., übh. günstig, ὕπνε, εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις Soph. Phil. 817.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾱής: -ές, (ἄημι) εὐάερος, δροσερός, χώρῳ ἐν εὐαέϊ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597· νάπη Ποιητ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 445D. II. ἐνεργ., ἐπὶ ἀνέμου, ὁ εὐνοϊκῶς πνέων, οὔριος, ἀντίθετον τῷ δυσαής, Ἡρόδ. 2. 117, Εὐρ. Ἑλ. 1504: -μεταφ., εὐνοϊκός, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις μετὰ ᾰ, Σοφ. Φιλ. 828.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au souffle favorable.
Étymologie: εὖ, ἄημι.
Greek Monolingual
εὐαής, -ές (Α)
1. ευάερος, δροσερός
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος
3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσ-αής, υπερ-αής. Το μακρό ᾱ οφείλεται ή σε λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].