εὔξενος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion.</i> [[εὔξεινος]];<br /><b>1</b> qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);<br /><b>2</b> hospitalier : ὁ [[πόντος]] ὁ Εὔξεινος, ὁ [[πόντος]] Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin <i>litt.</i> la mer hospitalière, <i>p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξένος]] -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος [[πόντος]] « la mer inhospitalière », calque d’un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
|btext=ος, ον :<br /><i>ion.</i> [[εὔξεινος]];<br /><b>1</b> qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);<br /><b>2</b> hospitalier : ὁ [[πόντος]] ὁ Εὔξεινος, ὁ [[πόντος]] Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin <i>litt.</i> la mer hospitalière, <i>p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξένος]] -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος [[πόντος]] « la mer inhospitalière », calque d’un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔξενος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[εύξεινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔξενος Medium diacritics: εὔξενος Low diacritics: εύξενος Capitals: ΕΥΞΕΝΟΣ
Transliteration A: eúxenos Transliteration B: euxenos Transliteration C: eyksenos Beta Code: eu)/cenos

English (LSJ)

Ion. εὔξεινος, ον,

   A kind to strangers, hospitable, ἀνδρῶνας εὐ. δόμων the guest-chambers, A.Ch.712; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις E. Hipp.157 (lyr.). Ep. Adv. ἐϋξείνως A.R.1.963, 1179.    II πόντος εὔ. the Euxine, now the Black Sea, Hdt.1.6, al., E.IT125 (lyr., codd., sed leg. Ἀξείνου); and so εὔ. (leg. ἄξ-) οἶδμα Id.HF 410 (lyr.); εὔ. πέλαγος Pi.N.4.49; ὁ Εὔξεινος alone, Str.11.1.5; cf. ἄξενος: εὔξεινος is a euphemism, like Εὐμενίδες.

German (Pape)

[Seite 1084] ion. u. p. εὔξεινος, gut gegen Fremde, gastfreundlich, gastlich, von Menschen wie von Ländern u. Wohnungen; εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων Aesch. Ch. 701; λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύται ς Eur. Hipp. 157; πόντος I. T. 125, das Schwarze Meer, seit seine Küsten mit hellenischen Pflanzstädten bedeckt waren, früher ἄξενος, wegen seiner wilden Anwohner is. nom. pr.). – Ζεὺς ἐΰξεινος, Ap. Rh. 2, 378, sonst ξείνιος, der Beschützer der Gastfreundschaft. – Adv. εὐξένως, p. εὐξείνως, Ap. Rh. 1, 963.

Greek (Liddell-Scott)

εὔξενος: Ἰων. εὔξεινος, ον, ἀγαθὸς πρὸς τοὺς ξένους, φιλόξενος, φιλικός, ἀνδρῶνας εὐξ. δόμων, τοὺς θαλάμους τοὺς ὡρισμένους πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων, Αἰσχύλ. Χο. 712˙ λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Εὐρ. Ἱππ. 157: - Ἐπικ. Ἐπίρρ. ἐϋξείνως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 963, 1179. ΙΙ. Πόντος Εὔξεινος, ἡ τανῦν Μαύρη Θάλασσα, Ἡρόδ. 1. 6, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ι. Τ. 125, κτλ.˙ εὔξ. πέλαγος Πινδ. Ν. 4. 80˙ οἶδμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 410, κτλ.˙ ὁ Εὔξεινος μόνον, Στράβ. 491. - Κατὰ πρῶτον τὸ πάλαι ἐκαλεῖτο ἄξενος, ὁ ἀφιλόξενος, ἐκ τῶν ἀγρίων φυλῶν αἵτινες κατῴκουν τὰ παράλια αὐτοῦ (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ὀβιδ. Trist. 4. 4, 56): - ἴσως τὸ ὄνομα εὔξεινος ἐλέχθη κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ Εὐμενίδες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. εὔξεινος;
1 qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);
2 hospitalier : ὁ πόντος ὁ Εὔξεινος, ὁ πόντος Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin litt. la mer hospitalière, p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral.
Étymologie: εὖ, ξένος -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος πόντος « la mer inhospitalière », calque d’un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.

Greek Monolingual

εὔξενος, -ον (Α)
βλ. εύξεινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξένος.