ζωογόνος: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τεκνο</i>-[[γόνος]], <i>τερατο</i>-[[γόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.
Greek Monolingual
(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM ζωογόνος, -ον)
1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός
2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν.
β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.)
3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, εμψυχωτής («ζωογόνος πίστις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. τεκνο-γόνος, τερατο-γόνος.