ἠερέθομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀείρω]]): [[flutter]], [[float]], Il. 21.12 ; φρένες, ‘are [[unstable]],’ Il. 3.108.
|auten=([[ἀείρω]]): [[flutter]], [[float]], Il. 21.12 ; φρένες, ‘are [[unstable]],’ Il. 3.108.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠερέθομαι]] (Α)<br />(επικ. τ. του αείρομαι<br />μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]], μετεωρίζομαι, [[αιωρούμαι]]<br /><b>2.</b> (για νέους) [[είμαι]] [[άστατος]], έχω ασταθή φρονήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Παράλληλος τ. του [[αείρω]] (Ι) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηγερέθομα</i>-[[αγείρω]]). Το αρχικό μακρύ [[φωνήεν]] αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠερέθομαι Medium diacritics: ἠερέθομαι Low diacritics: ηερέθομαι Capitals: ΗΕΡΕΘΟΜΑΙ
Transliteration A: ēeréthomai Transliteration B: ēerethomai Transliteration C: ierethomai Beta Code: h)ere/qomai

English (LSJ)

Ep. for ἀείρομαι, only in 3pl. pres. and impf.,

   A hang floating or waving in the air, αἰγίδα... τῆς ἑκατὸν θύσανοι . . ἠερέθονται Il.2.448; of a flight of locusts, 21.12; of flying-fish, Opp.H.1.435; ἓξ χεῖρες ἑκάστῳ -ονται A.R.1.944: metaph., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται young men's minds turn with every wind, Il.3.108.—The form ἀερέθονται in Hsch., cf. EM421.6.

German (Pape)

[Seite 1155] ep. verlängerte Form von ἀείρομαι (bei den Gramm. auch ἀερέθομαι, vgl. ἠγερέθομαι), hangen, schweben; τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι – ἠερέθονται, hundert Troddeln hangen an ihr, Il. 2, 448; von den flatternden Heuschrecken, 21, 12. übertr., ὁπλοτέρων φρένες ἠερέθονται, der Sinn der Jüngeren ist flatterhaft, 3, 108. Auch sp. D., ἔθειραι, Ap. Rh. 3, 830 u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ἠερέθομαι: Ἐπ. ἀντὶ ἀείρομαι (πρβλ. ἠγερέθομαι), παθ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἠερέθονται, -οντο. Κρέμαμαι, αἰωροῦμαι, μετεωρίζομαι ἐν τῷ ἀέρι, ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος, αἰγίδα..., τῆς ἑκατὸν θύσανοι... ἠερέθοντο Ἰλ. Β. 448· ἐπὶ τῆς πτήσεως ἀκρίδων, Φ. 12· συχν. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ.· - μεταφ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, αἱ φρένες τῶν νεωτέρων πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, στρέφονται πρὸς πάντα ἄνεμον, εἶνε ἄστατοι, Ἰλ. Γ. 108. - Ὁ τύπος ἀερέθομαι μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
flotter dans l’air, voltiger.
Étymologie: ἀείρω.

English (Autenrieth)

(ἀείρω): flutter, float, Il. 21.12 ; φρένες, ‘are unstable,’ Il. 3.108.

Greek Monolingual

ἠερέθομαι (Α)
(επικ. τ. του αείρομαι
μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)
1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι
2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. του αείρω (Ι) (πρβλ. ηγερέθομα-αγείρω). Το αρχικό μακρύ φωνήεν αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].