ζυγίτης: Difference between revisions
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζευγίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζευγίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ζυγίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κωπηλάτης]] που κάθεται στον [[ζυγό]] της βάρκας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερέτης]], ο [[κωπηλάτης]] που καθόταν στη μεσαία από τις [[τρεις]] έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]]. Άλλος τ. για το [[ζύγιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A the rower who sat on the mid-most of the three banks, like μεσόνεος, Sch.Ar.Ra.1106.
German (Pape)
[Seite 1140] ὁ, Ruderer auf der mittleren der drei Ruderbänke, Schol. Ar. Ran. 1106.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἐρέτης ὁ καθήμενος ἐν τῇ μεσαίᾳ γραμμῇ, ὡς τὸ μεσόνεος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074, πρβλ. θαλαμίτης, θρανίτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ζευγίτης.
Étymologie: ζυγόν.
Greek Monolingual
ο (Α ζυγίτης)
νεοελλ.
ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό της βάρκας
αρχ.
ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ. για το ζύγιος.