θαιρός: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(Autenrieth) |
(16) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[hinge]], pl., Il. 12.459†. (See cuts [[from]] Egyptian originals; [[also]] [[under]] [[ἐπιβλής]], No. 35.) | |auten=[[hinge]], pl., Il. 12.459†. (See cuts [[from]] Egyptian originals; [[also]] [[under]] [[ἐπιβλής]], No. 35.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ό (Α [[θαιρός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[μοχλός]] ή [[άξονας]] που χρησιμοποιείται για τη [[σύνδεση]] κινητών τμημάτων ενός οχήματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> η [[βελόνη]] ή ο [[πείρος]] που χρησιμοποιείται για την [[προσαρμογή]] και [[σταθεροποίηση]] περίστρεπτων εξαρτημάτων («[[θαιρός]] του πηδαλίου» — το [[εξάρτημα]] με το οποίο το [[πηδάλιο]] προσαρμόζεται στο [[ποδόστημα]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[στρόφιγγα]], ο [[ρεζές]] της θύρας<br /><b>2.</b> [[άξονας]] τροχού άμαξας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]] η λ. προέρχεται από <i>θFaρ</i>-<i>ıό</i>-<i>ς</i>, που θεωρήθηκε ως συνθ. του [[θύρα]] και του <i>ιέναι</i> «[[έρχομαι]]». Πιθ. παράγωγο του [[θύρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pivot of a door or gate, ῥῆξε δ' ἀπ' ἀμφοτέρους θαιρούς Il. 12.459, cf. Q.S.3.27, Agath.1.10. II axle of a chariot, S.Fr. 596. (Perh. for θϝᾰρ-yos, cf. θύρα.)
German (Pape)
[Seite 1181] ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = θαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.
Greek (Liddell-Scott)
θαιρός: ὁ, (ἴδε θύρα) ὁ στρόφιγξ θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ ἄξων ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, Πολυδ. Α΄, 144, 253.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gond d’une porte.
Étymologie: pour *θαριός de *θϜαριός, cf. θύρα.
English (Autenrieth)
hinge, pl., Il. 12.459†. (See cuts from Egyptian originals; also under ἐπιβλής, No. 35.)
Greek Monolingual
ό (Α θαιρός)
νεοελλ.
1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος
2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός του πηδαλίου» — το εξάρτημα με το οποίο το πηδάλιο προσαρμόζεται στο ποδόστημα του πλοίου
αρχ.
1. η στρόφιγγα, ο ρεζές της θύρας
2. άξονας τροχού άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη η λ. προέρχεται από θFaρ-ıό-ς, που θεωρήθηκε ως συνθ. του θύρα και του ιέναι «έρχομαι». Πιθ. παράγωγο του θύρα.