θεμιστεῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(SL_1)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θεμιστεῑος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[divine]] [[right]] ([[Ἱέρων]]) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει [[σκᾶπτον]] (O. 1.12)
|sltr=<b>θεμιστεῑος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[divine]] [[right]] ([[Ἱέρων]]) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει [[σκᾶπτον]] (O. 1.12)
}}
{{grml
|mltxt=[[θεμιστεῖος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νόμιμος]], [[δίκαιος]] («θεμιστεῖον [[σκᾶπτον]]» — το [[σκήπτρο]] της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θεμιστεία]]<br />[[μαντεία]], [[προφητεία]], [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) (γεν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>οικ</i>-<i>είος</i>, <i>ρυμ</i>-<i>είος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστεῖος Medium diacritics: θεμιστεῖος Low diacritics: θεμιστείος Capitals: ΘΕΜΙΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: themisteîos Transliteration B: themisteios Transliteration C: themisteios Beta Code: qemistei=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgement, Pi.O. 1.12.

German (Pape)

[Seite 1194] gesetzlich, gerecht, σκᾶπτον Pind. Ol. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὸν νόμον, θ. σκᾶπτον, τὸ σκῆπτρον τῆς δικαίας κρίσεως, τὸ παρέχον τὴν δικαιοσύνην = θέμις, Πίνδ. Ο. 1. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui rend la justice.
Étymologie: θέμις.

English (Slater)

θεμιστεῑος
   1 of divine right (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (O. 1.12)

Greek Monolingual

θεμιστεῖος, -ία, -ον (Α)
1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» — το σκήπτρο της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία
μαντεία, προφητεία, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ-ος) + κατάλ. -είος, πρβλ. οικ-είος, ρυμ-είος].