θηρευτής: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Autenrieth) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[θηρεύω]]): hunts([[man]]), [[hunting]]-[[dog]], only [[with]] ἀνδράσιν and [[κύνεσσιν]]. (Il.) | |auten=([[θηρεύω]]): hunts([[man]]), [[hunting]]-[[dog]], only [[with]] ἀνδράσιν and [[κύνεσσιν]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[θηρεύτρια]] (ΑΜ [[θηρευτής]], θηλ. [[θηρεύτρια]]) [[θηρεύω]]<br /><b>1.</b> [[κυνηγός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον Όμ. [[πάντοτε]] ως επίθ.) [[θηρευτικός]], [[κυνηγετικός]] («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «θηρευτὴς [[ἰξός]]» — η [[ξόβεργα]]<br />β. «[[θηρευτής]] [[πέρδιξ]]» — η [[πέρδικα]] που χρησιμοποιείται παραπλανητικά για να προσελκύσει άλλα άγρια πτηνά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hunter, used by Hom. (only in Il.) always as Adj., κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν hounds and huntsmen, Il.12.41; ἐν κυσὶ θηρευτῇσι 11.325; so θ. ἄνδρες Hes.Sc.303, 388; κύνες Thgn.1254, X.Ages.9.6: as Subst., Hdt.1.123, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 XXi14; of a fisher, Hdt.2.70; θ. πέρδιξ a decoy partridge, Arist.HA614a10; θ. ἰξός birdlime, AP5.99. 2 metaph., θ. νέων καὶ πλουσίων Pl.Sph.231d, cf. Chor.p.67 B.; καλλίστων ὀνομάτων Ath.3.122c.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, der Jäger; Her. 1, 123; Plat. Tim. 24 a. Bei Hom adj., mit ἄνδρες vrbdn Iliad. 12, 41 (wie Hes. sc. 303. 388), mit κύνες 11, 325, wie Xen. Ag. 9, 6. Uebertr., νέων καὶ πλο υσίων Plat. Soph. 231 d, mit μιμηταί vrbdn Rep. II, 373 b, die nach äußerem Scheine haschen; vgl. Ath. III, 122 c.
Greek (Liddell-Scott)
θηρευτής: -οῦ, ὁ, (θηρεύω) = θηρατής, κυνηγός, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε ὡς ἐπίθ., ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν Ἰλ. Μ. 41· ἐν κυσὶ θηρευτῇσι Λ. 325· οὕτω δὲ καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 303, 388, Θεόγν. 1254, Ξεν. Ἀγησ. 9, 6· ὡσαύτως ἐπὶ ἀλιέως, Ἡρόδ. 2. 70· θηρευτὴς πέρδιξ, οὗ ἐγίνετο χρῆσις πρὸς ἀποπλάνησιν ἄλλων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 8, 8· θ. ἰξὸς Ἀνθ. Π. 5. 100. 2) μεταφ., θ. νέων καὶ πλουσίων Πλάτ. Σοφ. 231D· καλλίστων ὀνομάτων Ἀθήν. 122C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 chasseur : θηρευτὴς ἀνήρ IL chasseur ; κύων θηρευτής IL chien de chasse;
2 pêcheur.
Étymologie: θηρεύω.
English (Autenrieth)
(θηρεύω): hunts(man), hunting-dog, only with ἀνδράσιν and κύνεσσιν. (Il.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. θηρεύτρια (ΑΜ θηρευτής, θηλ. θηρεύτρια) θηρεύω
1. κυνηγός
2. μτφ. αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα κάτι
αρχ.
1. (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ.) θηρευτικός, κυνηγετικός («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α. «θηρευτὴς ἰξός» — η ξόβεργα
β. «θηρευτής πέρδιξ» — η πέρδικα που χρησιμοποιείται παραπλανητικά για να προσελκύσει άλλα άγρια πτηνά.