θήραρχος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_15)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θήραρχος''': ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἐλέφαντα, Αἰλ. Τακτ. 23· πρβλ. [[ζῴαρχος]].
|lstext='''θήραρχος''': ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἐλέφαντα, Αἰλ. Τακτ. 23· πρβλ. [[ζῴαρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θήραρχος]], ὁ (Α)<br />ο [[οδηγός]] ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες [[κατά]] τον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αρχός]]<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έπ</i>-<i>αρχος</i>, [[ταξί]]-<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήραρχος Medium diacritics: θήραρχος Low diacritics: θήραρχος Capitals: ΘΗΡΑΡΧΟΣ
Transliteration A: thḗrarchos Transliteration B: thērarchos Transliteration C: thirarchos Beta Code: qh/rarxos

English (LSJ)

ὁ,

   A commander of two elephants, Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23:—hence θηρ-αρχία, ἡ, his command, Ascl.Tact.9.

German (Pape)

[Seite 1208] ὁ, Aufseher über Elephanten, Ael. Tact. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θήραρχος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἐλέφαντα, Αἰλ. Τακτ. 23· πρβλ. ζῴαρχος.

Greek Monolingual

θήραρχος, ὁ (Α)
ο οδηγός ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες κατά τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αρχος (< αρχός< άρχω), πρβλ. έπ-αρχος, ταξί-αρχος].