θυμαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> douloureux, affligeant;<br /><b>2</b> affligé.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀλγέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> douloureux, affligeant;<br /><b>2</b> affligé.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀλγέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θυμαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[λόγια]]) αυτός που θλίβει την [[ψυχή]], που επιφέρει [[ψυχικό]] πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς [[καρδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>καρδι</i>-<i>αλγής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμαλγής Medium diacritics: θυμαλγής Low diacritics: θυμαλγής Capitals: ΘΥΜΑΛΓΗΣ
Transliteration A: thymalgḗs Transliteration B: thymalgēs Transliteration C: thymalgis Beta Code: qumalgh/s

English (LSJ)

ές, (ἀλγέω)

   A heart-grieving, χόλος Il.4.513; λώβη 9.387, Od.20.285; μῦθος, ἔπος, 8.272, 16.69, Hdt.1.129; μέρμηραι IG14.1942.11.    II Pass., inly grieving, [καρδία] A.Ag.1031 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1222] ές, herzkränkend; χόλος Il. 4, 513; λώβη 9, 387 Od. 18, 347; ὕβρις 23, 64; δεσμός 22, 189; κάματος 20, 285; ἔπος, μῦθος, 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch καρδία, Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμαλγής: -ές, (ἀλγέω) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ αὐτόθι 118· δεσμῷ Χ. 139· μῦθος Θ. 272· ἔπος Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις θυμηδής, θυμήρης. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 douloureux, affligeant;
2 affligé.
Étymologie: θυμός, ἀλγέω.

Greek Monolingual

θυμαλγής, -ές (Α)
1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.)
2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ-αλγής, καρδι-αλγής].