θύραθεν: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de la porte, du dehors;<br /><b>2</b> du dehors, au dehors <i>sans mouv.</i> ; [[οἱ]] [[θύραθεν]] ESCHL les ennemis.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], -θεν. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de la porte, du dehors;<br /><b>2</b> du dehors, au dehors <i>sans mouv.</i> ; [[οἱ]] [[θύραθεν]] ESCHL les ennemis.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], -θεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[θύραθεν]], Α και επικ. τ. [[θύρηθε]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ὁ [[θύραθεν]]» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική [[πίστη]], ο [[εθνικός]], ο [[ειδωλολατρικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ἡ [[θύραθεν]] [[παιδεία]]» — η κλασική [[παιδεία]], η [[παιδεία]] που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική [[φιλολογία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη χριστιανική<br /><b>αρχ.</b><br />έξω, [[εκτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ [[θύραθεν]]» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες<br />β) «τὰ [[θύραθεν]]» — τα εξωτερικά [[αγαθά]]<br />γ) «[[θύραθεν]] τῶν νόμων» — [[εκτός]] νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A from outside the door: and generally, from without, αἱ θ. εἴσοδοι E.Andr.952; θ. εἰκάσαι Id.HF 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.GA736b28. 2 outside the door, outside, ἡ θ. ἡδονή E.Fr.1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arist.Resp.480a30, cf. PA642b1, οἱ θ. foreigners, the enemy, A.Th.68, 193. 3 metaph., opp. ἔνδοθεν (q.v.), S.Tr.1021(hex.).
German (Pape)
[Seite 1226] vonaußenher; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; außen, οἱ θύραθεν, die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.
Greek (Liddell-Scott)
θύρᾱθεν: Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξωθεν, αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, ἤμην ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθεν (ὃ ἴδε), οὔτ’ ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de la porte, du dehors;
2 du dehors, au dehors sans mouv. ; οἱ θύραθεν ESCHL les ennemis.
Étymologie: θύρα, -θεν.
Greek Monolingual
(ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε)
επίρρ.
1. απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα
2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός
3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» — η κλασική παιδεία, η παιδεία που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική φιλολογία, σε αντιδιαστολή προς τη χριστιανική
αρχ.
έξω, εκτός
2. φρ. α) «οἱ θύραθεν» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες
β) «τὰ θύραθεν» — τα εξωτερικά αγαθά
γ) «θύραθεν τῶν νόμων» — εκτός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -θεν].