θωπεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />caresse, flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[θωπεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />caresse, flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[θωπεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ (Α [[θωπεία]]) [[θωπεύω]]<br /><b>1.</b> [[κολακεία]], υπερβολική [[περιποίηση]], [[γαλιφιά]], [[καλόπιασμα]]<br /><b>2.</b> [[χάδι]], [[χάιδεμα]], [[χαϊδολόγημα]], τρυφερή [[εκδήλωση]] (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες»).
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωπεία Medium diacritics: θωπεία Low diacritics: θωπεία Capitals: ΘΩΠΕΙΑ
Transliteration A: thōpeía Transliteration B: thōpeia Transliteration C: thopeia Beta Code: qwpei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A flattery, E.Or.670, Jul.Or.3.102c, etc.: pl., Ar.Eq. 890; θωπεῖαι λόγων Pl.Lg.906b; θ. κολακικαί ib.633d.

German (Pape)

[Seite 1230] ἡ, die Schmeichelei; Eur. Or. 869; Ar. Equ. 887; λόγων Plat. Legg. X, 908 b, öfter, immer im plur.; von Pferden, θωπείας καὶ θεραπείας δεόμενοι Xen. Hipp. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θωπεία: ἡ, (θωπεύω) κολακεία, περιποίησις ὑπερβολική, Εὐρ. Ὀρ. 670, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887 (ἐν τῷ πληθ.)˙ οὕτω, θωπεῖαι λόγων Πλάτ. Νόμ. 906Β˙ θ. κολακικαὶ αὐτόθι 633D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
caresse, flatterie.
Étymologie: θωπεύω.

Greek Monolingual

ἡ (Α θωπεία) θωπεύω
1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα
2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες»).