Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἵζημα: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enfoncement.<br />'''Étymologie:''' [[ἵζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />enfoncement.<br />'''Étymologie:''' [[ἵζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.).
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵζημα Medium diacritics: ἵζημα Low diacritics: ίζημα Capitals: ΙΖΗΜΑ
Transliteration A: hízēma Transliteration B: hizēma Transliteration C: izima Beta Code: i(/zhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A subsidence, sinking, ἰσθμὸς ἵ. λαμβάνει Str.1.3.17, cf. 2.3.6, Plu.2.434c (pl.): metaph., of language, ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα Longin.9.13.

German (Pape)

[Seite 1244] τό, das sich Setzen, die Senkung; διαστὰς ὁ ἰσθμὸς ἢ ἵζημα λαβών Strab. I, 58; vgl. Plut. def. orac. 44. – Von der Rede im Ggstz von ὕψος, Longin. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἵζημα: τό, τὸ κατακάθισμα, βύθισις, ὑποχώρησις πρὸς τὰ κάτω, γῆ ἵζημα λαμβάνει Στράβ. 58, 102, Πλούτ. 2. 434Β. 2) ἐπὶ γλώσσης, βάθος, ἀντίθετον τῷ ὕψος, Λογγῖνος 9. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enfoncement.
Étymologie: ἵζω.

Greek Monolingual

-ήματος, το (Α ἵζημα) ίζω
νεοελλ.
1. κατακάθι, υποστάθμη
2. χημ. το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα διάλυμα υπό την επίδραση κάποιου αντιδραστηρίου
3. γεωλ. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό
αρχ.
1. καθίζηση, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω
2. (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) βάθος («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.).