ἱμαντελικτής: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enroule des cordes, <i>càd</i> qui fait des raisonnements embrouillés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]], [[ἑλίσσω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enroule des cordes, <i>càd</i> qui fait des raisonnements embrouillés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]], [[ἑλίσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντελικτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφει, που γυρίζει [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη [[λύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ελικτής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]])].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντελικτής Medium diacritics: ἱμαντελικτής Low diacritics: ιμαντελικτής Capitals: ΙΜΑΝΤΕΛΙΚΤΗΣ
Transliteration A: himanteliktḗs Transliteration B: himanteliktēs Transliteration C: imanteliktis Beta Code: i(mantelikth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ἑλίσσω)

   A pricker of tapes (cf. foreg.): metaph., 'thimble-rigger', of sophists, Democr.150.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντελικτής: ὁ, (ἑλίσσω) ὁ συστρέφων σχοινία· μεταφ., δύσκολος σοφιστὴς ἀκανθώδη προβάλλων ζητήματα, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 614Ε· ἡ ὀνομαστ. ἱμαντελικτέες ἐν Κλήμ. Ἀλ. 328, πιθανῶς προέκυψεν ἐκ παρανοήσεως τῆς Ἰων. γεν. πληθ. -εων παρὰ Δημοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enroule des cordes, càd qui fait des raisonnements embrouillés.
Étymologie: ἱμάς, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

ἱμαντελικτής, ὁ (Α)
1. αυτός που στρέφει, που γυρίζει σχοινιά
2. (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη λύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ελικτής (< ἑλίσσω)].