καθέψω: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[καθεψέω]];<br />faire bien cuire, <i>d’où</i><br /><b>1</b> dessécher;<br /><b>2</b> digérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕψω]]. | |btext=<i>seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[καθεψέω]];<br />faire bien cuire, <i>d’où</i><br /><b>1</b> dessécher;<br /><b>2</b> digérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕψω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθέψω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέψομαι</i><br />(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υφίσταμαι]] έντονη την [[επίδραση]] της ηλιακής θερμότητας<br /><b>4.</b> [[καταπραΰνω]], [[ησυχάζω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>κωμ.</b> [[χωνεύω]] («[[ταχύ]] γοῡν καθέψας [[τἀργύριον]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]], [[βράζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -εψήσω,
A boil down, in Pass., Dsc.Alex.6, Plu.2.555b; of plants, to be dried up by the sun, cj. in Thphr.HP7.5.2; of a person, ἡλίῳ -ψεῖσθαι (sic) to be broiled, swelter, Luc.Asin.25; of a river, to be softened (sweetened) by boiling, D.S.1.40: Act., -ψοντες ἑαυτούς, by hot baths, Gal.6.185. II metaph., soften, temper, joined with πραΰνειν, X.Eq.9.6. 2 digest, ἀργύριον Ar.V.795 codd. (prob. καταπέψεις).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch τἀργύριον Ar. Vesp. 795. – Uebertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καθέψω: μέλλ. καθεψήσω, βράζω τι καλῶς, Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· χωνεύω, ταχὺ γοῦν καθέψας τἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. πέσσω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de καθεψέω;
faire bien cuire, d’où
1 dessécher;
2 digérer.
Étymologie: κατά, ἕψω.
Greek Monolingual
καθέψω (Α)
1. βράζω κάτι καλά
2. παθ. καθέψομαι
(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο
3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση της ηλιακής θερμότητας
4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι
5. κωμ. χωνεύω («ταχύ γοῡν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕψω «ψήνω, βράζω»].