καρπάλιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(SL_1)
(19)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>καρπᾰλῐμος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] [[ὄφρα]] τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν [[γόον]] (θυιϝερινγ Gildersleeve: ἰσχυρῶν Σ.) (P. 12.20)
|sltr=<b>καρπᾰλῐμος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] [[ὄφρα]] τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν [[γόον]] (θυιϝερινγ Gildersleeve: ἰσχυρῶν Σ.) (P. 12.20)
}}
{{grml
|mltxt=[[καρπάλιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ταχύς]] («ποσὶ καρπαλίμοισι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανυπόμονος]] («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» — από τα βιαστικά, [[γρήγορα]] σαγόνια, <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καρπαλίμως</i> (Α)<br />[[ταχέως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με [[ανομοίωση]] από αμάρτυρο τ. <i>καλπάλιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάλπη]] «[[καλπασμός]], [[τρέξιμο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άλιμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδ</i>-[[άλιμος]], <i>κυδ</i>-[[άλιμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από [[καρπός]] (II) «[[καρπός]] χεριού» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>huerban</i> «[[στρίβω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπάλῐμος Medium diacritics: καρπάλιμος Low diacritics: καρπάλιμος Capitals: ΚΑΡΠΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: karpálimos Transliteration B: karpalimos Transliteration C: karpalimos Beta Code: karpa/limos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, (κάλπη A) Ep. Adj.

   A swift, πόδες Il.16.342, 809, A.R.3.280, cf. Ar.Th.957 (lyr.): more freq. in Adv. -μως swiftly, Il. 1.359, etc.    2 eager, ravenous, γένυες Pi.P.12.20.

German (Pape)

[Seite 1328] (ἁρπάλιμος, von ἁρπάζω), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = ἁρπάλιμος zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.

Greek (Liddell-Scott)

καρπάλῐμος: -ον, (ἴδε ἐν λ. κραιπνός)· - Ἐπίκ. ἐπίθ., ταχύς, Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, ταχέως, ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prompt, agile, rapide.
Étymologie: R. Καρπ, être rapide, cf. κραιπνός.

English (Autenrieth)

(cf. κραιπνός): swift. —Adv., καρπαλίμως, swiftly, speedily, quickly.

English (Slater)

καρπᾰλῐμος
   1 swift ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (θυιϝερινγ Gildersleeve: ἰσχυρῶν Σ.) (P. 12.20)

Greek Monolingual

καρπάλιμος, -ον (Α)
1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.)
2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» — από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.).
επίρρ...
καρπαλίμως (Α)
ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ. καλπάλιμος < κάλπη «καλπασμός, τρέξιμο» + κατάλ. -άλιμος (πρβλ. ειδ-άλιμος, κυδ-άλιμος). Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από καρπός (II) «καρπός χεριού» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huerban «στρίβω»].