καταφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(eksahir)
(19)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[abrasar]], [[consumir completamente]]
|esgtx=[[abrasar]], [[consumir completamente]]
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταφλέγω]])<br />(επιτ. του [[φλέγω]])<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] με [[φωτιά]], [[αποτεφρώνω]], [[πυρπολώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για σφοδρά [[πάθη]]) [[κατακαίω]], [[φλογίζω]]<br />(«τον καταφλέγει ο [[έρωτας]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> [[πυρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προκαλώ]] καυστικό πόνο, [[τσούζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κεραυνοβολώ]], [[καταρρίπτω]], [[καταβάλλω]] κάποιον σαν [[κεραυνός]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλέγω Medium diacritics: καταφλέγω Low diacritics: καταφλέγω Capitals: ΚΑΤΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: kataphlégō Transliteration B: kataphlegō Transliteration C: kataflego Beta Code: katafle/gw

English (LSJ)

fut. -

   A φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.Sc.18:— burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu.400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9 (Alc.):—Pass., to be burnt, aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: aor. 2 -εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.

Greek (Liddell-Scott)

καταφλέγω: καίων καταβάλλω, διὰ τῆς φλογὸς ἀφανίζω, κατακαίω, ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. πυράφλεκτος· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. καταφέγγω ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. καταρρίπτω ὡς διὰ κεραυνοῦ, καταβάλλω, κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. καταβροντάω.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer, acc..
Étymologie: κατά, φλέγω.

English (Autenrieth)

fut. -ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.

Spanish

abrasar, consumir completamente

Greek Monolingual

(AM καταφλέγω)
(επιτ. του φλέγω)
1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ
2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω
(«τον καταφλέγει ο έρωτας»)
μσν.
1. καταδικάζω, τιμωρώ
2. πυρώνω
μσν.-αρχ.
προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω
αρχ.
μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.