κατέδω: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. κατέδονται: [[eat]] up, [[devour]]; [[fig]]., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202. | |auten=fut. κατέδονται: [[eat]] up, [[devour]]; [[fig]]., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατέδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ὃν θυμὸν κατέδων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώγω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Homeric pres.,
A = κατεσθίω, eat up, devour, μυίας αἵ ῥά τε φῶτας . . κατέδουσιν Il.19.31; εὐλαὶ . . φῶτας ἀρηϊφάτους κ. 24.415: metaph., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ., eat up house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.6.202:— later in Pass . . ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Arist.Fr.145.—For fut. κατέδομαι and other tenses, v. κατεσθίω.
German (Pape)
[Seite 1394] (s. ἔδω), ep. = κατεσθίω; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu κατεσθίω, w, m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κατέδω: Ὁμ. ἐνεστ. = κατεσθίω, κατατρώγω, καταβροχθίζω, μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31˙ οὕτως ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415˙ μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, κατατρώγω οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534˙ ὡσαύτως, ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)˙- Παθ., ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140˙ ἡ ἄμπελος ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. κατεσθίω.
French (Bailly abrégé)
f. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα, épq. κατέδηδα, ao. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι;
dévorer, manger, ronger ; fig. manger (son bien, ses ressources) ; au sens mor. ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.
Étymologie: κατά, ἔδω.
English (Autenrieth)
fut. κατέδονται: eat up, devour; fig., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202.
Greek Monolingual
κατέδω (Α)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φθείρω, καταστρέφω (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ.
β. «ὃν θυμὸν κατέδων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔδω «τρώγω»].