κέγχρων: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέγχρων''': ὁ, [[τοπικός]] τις [[ἄνεμος]] πνέων κατὰ τὸν ποταμὸν Φᾶσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290.
|lstext='''κέγχρων''': ὁ, [[τοπικός]] τις [[ἄνεμος]] πνέων κατὰ τὸν ποταμὸν Φᾶσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέγχρων]]&GT; ὁ (Α)<br />[[τοπικός]] [[άνεμος]] που πνέει στον ποταμό Φάσι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με τη λ. [[κέρχνος]], με σημ. «[[βραχνάδα]]», δεν φαίνεται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέγχρων Medium diacritics: κέγχρων Low diacritics: κέγχρων Capitals: ΚΕΓΧΡΩΝ
Transliteration A: kénchrōn Transliteration B: kenchrōn Transliteration C: kegchron Beta Code: ke/gxrwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a local wind on the river Phasis, Hp.

   A Aër.15.

German (Pape)

[Seite 1410] ωνος, ὁ, ein am Phasis wehender Wind, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κέγχρων: ὁ, τοπικός τις ἄνεμος πνέων κατὰ τὸν ποταμὸν Φᾶσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290.

Greek Monolingual

κέγχρων> ὁ (Α)
τοπικός άνεμος που πνέει στον ποταμό Φάσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τη λ. κέρχνος, με σημ. «βραχνάδα», δεν φαίνεται πιθανή].