κελαινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l’esprit sombre, à l’âme noire, impénétrable.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l’esprit sombre, à l’âme noire, impénétrable.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[φρήν]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κελαινόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, [[κακά]], που έχει μαύρη [[ψυχή]], [[κακόκαρδος]], [[κακόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]]), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φρεν</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύ]]-<i>φρων</i>, <i>καρτερό</i>-<i>φρων</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόφρων Medium diacritics: κελαινόφρων Low diacritics: κελαινόφρων Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kelainóphrōn Transliteration B: kelainophrōn Transliteration C: kelainofron Beta Code: kelaino/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A black-hearted, μήτηρ A.Eu. 459.

German (Pape)

[Seite 1414] ονος, von schwarzer, tückischer Gesinnung, Aesch. Eum. 437.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόφρων: -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «κακόκαρδος», κακόψυχος, ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit sombre, à l’âme noire, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, φρήν.

Greek Monolingual

κελαινόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. βαρύ-φρων, καρτερό-φρων)].