κηλάς: Difference between revisions

From LSJ
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλάς''': -άδος, ἡ, προμηνύουσα ἄνεμον οὐχὶ βροχήν, αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσιν Θεοφρ. Σημ. 2. 6· κηλὰς [[ἡμέρα]], χειμερινὴ [[ἡμέρα]], Ἡσύχ. ΙΙ. κηλὰς αἴξ, ἡ, «αἴξ ἥτις κατὰ τὸ [[μέτωπον]] [[σημεῖον]] ἔχει τυλοειδὲς» Ἡσύχ.· πρβλ. [[κνηκίς]].
|lstext='''κηλάς''': -άδος, ἡ, προμηνύουσα ἄνεμον οὐχὶ βροχήν, αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσιν Θεοφρ. Σημ. 2. 6· κηλὰς [[ἡμέρα]], χειμερινὴ [[ἡμέρα]], Ἡσύχ. ΙΙ. κηλὰς αἴξ, ἡ, «αἴξ ἥτις κατὰ τὸ [[μέτωπον]] [[σημεῖον]] ἔχει τυλοειδὲς» Ἡσύχ.· πρβλ. [[κνηκίς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κηλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σύννεφο]], [[νεφέλη]]) αυτή που προμηνύει άνεμο, όχι [[βροχή]] (α. «αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσι», Θεόφρ.<br />β. «[[κηλάς]] [[ἡμέρα]]» — χειμερινή [[ημέρα]], <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κηλὰς αἴξ», <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἴξ ἥτις [[κατά]] τὸ [[μέτωπον]] σημεῑον ἔχει τυλοειδές»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἀλώπηξ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με το [[κηλίς]] και εμφανίζει κατάλ. -<i>ας</i> / -[[άδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πληγ</i>-<i>άς</i>, <i>στιβ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλάς Medium diacritics: κηλάς Low diacritics: κηλάς Capitals: ΚΗΛΑΣ
Transliteration A: kēlás Transliteration B: kēlas Transliteration C: kilas Beta Code: khla/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, prop.

   A mottled (cf. κηλίς), of clouds denoting wind, not rain, Thphr.Sign.31, prob.in 51: hence κ. ἡμέρα a windy day, Hsch., dub. in Call.Fr.63 P.    II κηλὰς αἴξ, ἡ, a she-goat with a mark (σημεῖον τυλοειδές) on her forehead, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1430] άδος, ἡ, νεφέλη, 1) eine Wolke, die Wind, nicht Regen ankündigt, Windwolke, Theophr.; κηλὰς ἡμέρα, ein windiger, stürmischer Tag. – 2) αἴξ, ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδές, Hesych. – Bei Suid. auch vom Fuchse.

Greek (Liddell-Scott)

κηλάς: -άδος, ἡ, προμηνύουσα ἄνεμον οὐχὶ βροχήν, αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσιν Θεοφρ. Σημ. 2. 6· κηλὰς ἡμέρα, χειμερινὴ ἡμέρα, Ἡσύχ. ΙΙ. κηλὰς αἴξ, ἡ, «αἴξ ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδὲς» Ἡσύχ.· πρβλ. κνηκίς.

Greek Monolingual

κηλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (για σύννεφο, νεφέλη) αυτή που προμηνύει άνεμο, όχι βροχή (α. «αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσι», Θεόφρ.
β. «κηλάς ἡμέρα» — χειμερινή ημέρα, Ησύχ.)
2. φρ. «κηλὰς αἴξ», (κατά τον Ησύχ.) «αἴξ ἥτις κατά τὸ μέτωπον σημεῑον ἔχει τυλοειδές»
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀλώπηξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το κηλίς και εμφανίζει κατάλ. -ας / -άδος (πρβλ. πληγ-άς, στιβ-άς)].