κνυζηθμός: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(Autenrieth)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κνύζω]]): whimpering, of dogs, Od. 16.163†.
|auten=([[κνύζω]]): whimpering, of dogs, Od. 16.163†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνυζηθμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> σιγανό γαύγισμα σκύλου με [[παράπονο]] («κνυζηθμῷ δ' ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μούγκρισμα]] θηρίου<br /><b>3.</b> [[κλαψούρισμα]] παιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κνυζῶ</i> (Ι), [[κατά]] τα [[βρυχηθμός]], [[μυκηθμός]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνυζηθμός Medium diacritics: κνυζηθμός Low diacritics: κνυζηθμός Capitals: ΚΝΥΖΗΘΜΟΣ
Transliteration A: knyzēthmós Transliteration B: knyzēthmos Transliteration C: knyzithmos Beta Code: knuzhqmo/s

English (LSJ)

ὁ, prop. of dogs,

   A whining, whimpering, opp. barking or snarling, κύνες τε ἴδον καί ῥ' οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ' ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Od.16.163; of wild beasts, A.R.3.884; of young bears, Opp.C.3.169 (pl.); of children, Ath.9.376a.

German (Pape)

[Seite 1464] ὁ, das Geknurr, Gewinsel, bes. der schmeichelnden od. sich fürchtenden Hunde, Od. 16, 162; auch von anderen Thieren, Gebrüll des Löwen Opp. Cyn. 3, 169 Ap. Rh. 3, 884; vom Schreien eines kleinen Kindes Ath. IX, 376 a. Vgl. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κνυζηθμός: ὁ, μινυρισμός, ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. κνυζάομαι.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jappement joyeux ou craintif d’un chien.
Étymologie: κνυζέω ; cf. βληχηθμός, μυκηθμός, ὀγκηθμός.

English (Autenrieth)

(κνύζω): whimpering, of dogs, Od. 16.163†.

Greek Monolingual

κνυζηθμός, ὁ (Α)
1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ' ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.)
2. μούγκρισμα θηρίου
3. κλαψούρισμα παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός.