κοκκινοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(6_7) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοκκῐνοβᾰφής''': -ές, = [[κοκκοβαφής]], Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― [[ὡσαύτως]] -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66. | |lstext='''κοκκῐνοβᾰφής''': -ές, = [[κοκκοβαφής]], Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― [[ὡσαύτως]] -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[κοκκινοβαφής]], -ές)<br />ο [[βαμμένος]] με κόκκινο [[χρώμα]], [[κοκκινοβαμμένος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>βαφής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βαφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = κοκκοβαφής, Callix.2:—also κοκκῐνό-βᾰφος, ον, Sch. rec.Pi.O.6.66.
German (Pape)
[Seite 1471] ές, scharlachroth gefärbt; Ath. V, 196 b; bei Schol. pind. Ol. 6, 66 κοκκινόβαφος
Greek (Liddell-Scott)
κοκκῐνοβᾰφής: -ές, = κοκκοβαφής, Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― ὡσαύτως -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66.
Greek Monolingual
-ές (AM κοκκινοβαφής, -ές)
ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκο-βαφής, χρυσο-βαφής].