κύαθος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><b>I.</b> (ὁ) <b>1</b> vase pour puiser;<br /><b>2</b> sorte de coupe, tasse;<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> ventouse de médecin;<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]]. | |btext=ου;<br /><b>I.</b> (ὁ) <b>1</b> vase pour puiser;<br /><b>2</b> sorte de coupe, tasse;<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> ventouse de médecin;<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κύαθος]])<br />[[κάθε]] μικρή [[κοιλότητα]], όπως τών ανθέων, που μοιάζει με μικρό [[ποτήρι]], με [[κύπελλο]] («κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες» — κοιλότητες [[γύρω]] από τις κλείδες του ώμου, Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κύπελλο]] για θερμά ποτά, [[κούπα]], [[φλιτζάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]] με το οποίο αντλούσαν [[κρασί]] από τον κρατήρα και έχυναν στα κύπελλα («ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς τῷ κυάθω εἰς τὴν ἀριστεραν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῡσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αττικό]] [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή [[τέσσερα]] μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 [[περίπου]] του λίτρου<br /><b>3.</b> χάλκινη [[βεντούζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύαρ]] «[[κοιλότητα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[κύαμος]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θoς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυργα</i>-<i>θός</i>, <i>λήκυ</i>-<i>θος</i>), ενώ, κατ' άλλους, ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cyathus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A ladle, for drawing wine out of the κρατήρ, Anacr.63.5, Pl.Com.176, Archipp. 21, X.Cyr.1.3.9, PEleph.5.3 (iii B.C.), etc.; cold metal ladles were applied to bruises, Arist.Pr.890b7; κύαθον αἰτήσεις τάχα you'll need a ladle shortly (from being so soundly beaten), Ar.Lys.444; ὑπωπιασμέναι . . καὶ κυάθους προσκείμεναι with ladles applied, Id.Pax 542, cf. E.Fr.374, Apolloph.3. II Attic measure holding two κόγχαι or four μύστρα, about 1/12 of a pint, Gal.19.753, cf. 10.516. III κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες filled-out hollows round the collar-bones, Philostr.Gym.48.
German (Pape)
[Seite 1520] ὁ, eigtl. das Hohle (κύω, κύτος), der Becher, von Ath. X, 424 a ἀντλητήρ erkl., wo viele Beispiele aus den comic. beigebracht sind; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. A. – Als Maaß für flüssige und trockene Dinge, zwei κόχχαι u. vier μύστραι haltend, Galen. – Auch = Schröpfkopf, denn man nahm eherne Becher zum Schröpfen; κυάθους αἰτήσεις τάχα, du wirst bald Schröpfköpfe fordern, d. i. du sollst so durchgebläu't werden, daß du dich schröpfen lassen mußt, Ar. Lys. 444, vgl. Pax 541 u. Ath. X.
Greek (Liddell-Scott)
κύᾰθος: ὁ, (ἴδε κυέω) ποτήριον, δι’ οὗ ἤντλουν οἶνον τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι μέτρον χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. σικύα πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.˙ κυάθους αἰτήσεις τάχα, θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου (ἕνεκα τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444˙ ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542˙ πρβλ. σικύα ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. (ὁ) 1 vase pour puiser;
2 sorte de coupe, tasse;
3 mesure de 2 κόγχαι ou de 4 μύστρα pour liquides et solides;
4 ventouse de médecin;
II. (ἡ) creux de la main.
Étymologie: R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. κυέω.
Greek Monolingual
ο (AM κύαθος)
κάθε μικρή κοιλότητα, όπως τών ανθέων, που μοιάζει με μικρό ποτήρι, με κύπελλο («κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες» — κοιλότητες γύρω από τις κλείδες του ώμου, Φιλόστρ.)
νεοελλ.-μσν.
κύπελλο για θερμά ποτά, κούπα, φλιτζάνι
αρχ.
1. αγγείο με το οποίο αντλούσαν κρασί από τον κρατήρα και έχυναν στα κύπελλα («ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς τῷ κυάθω εἰς τὴν ἀριστεραν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῡσι», Ξεν.)
2. αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή τέσσερα μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 περίπου του λίτρου
3. χάλκινη βεντούζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύαρ «κοιλότητα» (πρβλ. και κύαμος) και εμφανίζει επίθημα -θoς (πρβλ. γυργα-θός, λήκυ-θος), ενώ, κατ' άλλους, ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cyathus].